Φαίνεται ότι κατά την τελευταία ιδίως δεκαπενταετία
μερικά παράσιτα κατέκλυσαν
κατά κυριολεξίαν τον Δήμο
μας και χωρίς
υπερβολή τον αποδόμησαν
και του "άλλαξαν τα φώτα".
Φθάσαμε στο σημείο
να μη μας
εκπλήσσει πια τίποτα
και να ακούμε
καθημερινώς απαθείς τα
αποτελέσματα της καταστρεπτικής δράσης
των σε κάθε
γωνιά του Δήμου .
Τα
παράσιτα αυτά είναι
τα λεγόμενα λαμόγια.
Το λαμόγιο είναι
ένα ζώο με
τόσες πολλές ιδιαιτερότητες ώστε
στην πράξη κατά
κανόνα μπορεί κανείς
εύκολα να το
ξεχωρίσει από τα άλλα
ζώα.
Παρ' όλα αυτά όμως,
επειδή έχουν εμφανισθεί
κατά τα τελευταία
χρόνια πολλές ποικιλίες
του, μερικές φορές
η αναγνώρισή του
δεν είναι και
τόσο εύκολη, λόγω
ακριβώς της ικανότητός
του είτε να
καμουφλάρεται είτε να
χύνει μελάνι και να
εξαφανίζεται όταν καταλάβει ότι
μπορεί να επισημανθεί.
Επιπλέον
υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις
επιτυχούς διασταύρωσής του με
άλλα είδη, με
αποτέλεσμα να συναντάμε
λαμόγια - χοιρινά, λαμόγια -
γαϊδούρια, λαμόγια - μοσχάρια, λαμόγια - φίδια, αλλά
και πολλούς άλλους
συνδυασμούς.
Το λαμόγιο είναι το
ταχύτερα πολλαπλασιαζόμενο ζωντανό
των τελευταίων δεκαετιών.
Δυστυχώς ακόμη δεν
έχει ευρεθεί αποτελεσματικός τρόπος
αντιμετώπισης των λαμογίων.
Ενώ ο πολιτισμένος
άνθρωπος έχει βρει
πια τρόπους να
αντιμετωπίζει
αποτελεσματικώς όλα τα
παράσιτα και τα
βλαβερά ζώα, φαίνεται
ότι τα λαμόγια στην περιοχή μας παραμένουν αλώβητα και
άτρωτα προς το
παρόν.
Πιθανόν να διαθέτουν
ακόμα ….Ισχυρές πλάτες αλλά έως πότε !
Κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα της κρίσης και σας διαβεβαιώνω
πως αυτή θα είναι αμείλικτη !
Λαμόγιο ετυμολογία
la moya-Λαμόγια: Έκφραση της
καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής, με συγκεκριμένες
έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι
ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και
βγαίνω.
Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ:
Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ:
Tον
περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.
Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.
Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).
Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):
* Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...
Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
* Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.
Μόγια:
Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.
Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).
Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):
* Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...
Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
* Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.
Μόγια:
Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias»
(λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες
καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά
παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια
δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».