«……….εισερχόµεθα εις την βουτηγµένην εις νερό και
πρασινάδα κοµψήν κωµόπολιν, την Λιγούδισταν.
Τι αίσθηµα ανακουφίσεως και ψυχικής τέρψεως και οπτικής ευφροσύνης
κατέχει τον ξένον µόλις αντικρύζοντα την ολοπράσινον αυτήν
κωµόπολιν. Κυπαρίσσια και νερά, νερά και κυπαρίσσια, ιδού το
ατίµητον στολίδι της. Νερά στους δρόµους, νερά στα κτήµατα,
νερά στους χάνδακας, νερά εδώ, νερά εκεί, νερά παντού. ∆ι’
ένα ιδίως Αθηναίον συνηθισµένον εις την ξεραΐλαν του
Πτολιέθρου του κλασικού, τι παράδεισος, τι οφθαλµών γαλήνη,
τι ψυχής αγαλλίασις».
Στα 1689 κατά την απογραφή Corner εκτός από τη LIGOUDISTA
αναφέρεται και ο οικισµός CAVALARI.
Τα δύο χωριά ανήκουν στο
TERRITORIO DI NAVARIN – Ναβαρίνο. Η µεν LIGOUDISTA έχει 201
κατοίκους (68 άνδρες, 40 αγόρια, 65 γυναίκες, 28 κορίτσια) η δε
CAVALARIA έχει πληθυσµό 120 κατοίκους. (37 άνδρες, 20 αγόρια, 44
γυναίκες, 19 κορίτσια ).
Κατά την απογραφή Grimani 1700, η οποία είναι αναλυτικότερη ο
πληθυσµός και των δύο οικισµών έχει αυξηθεί. Η LIGOUDISTΑ έχει
385 κατοίκους και η CAVALLARIA – Καβαλλαριά 2543
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και τη διαίρεσή της σε νοµούς,
η περιοχή της Χώρας αποτελούσε τµήµα του νοµού Τριφυλίας. ο
Όθωνας µε βασιλικό διάταγµα το1833 ακύρωσε την µέχρι τότε
υπάρχουσα διαίρεση της Επικρατείας δηµιουργώντας δέκα νοµούς και
42 επαρχίες. Η Λιγούδιστα εντάχθηκε στην επαρχία Τριφυλίας του
νοµού Μεσσηνίας µε Μητρόπολη (πρωτεύουσα ) την Αρκαδιά
(Κυπαρισσία).
Με βασιλικό διάταγµα ιδρύεται, το 1836, ο ∆ήµος Κενηρίου, (στο
πνεύµα της Μεγάλης Ιδέας και αρχαιοπληξίας ,ονοµασία δανεισµένη
από τον Στράβωνα) που απαρτίζεται από τα χωριά , Λιγούδιστα
(πρωτεύουσα), Τσιφλίκι, Καβελαριά, Αγορέλιτσα (Αµπελόφυτο), Πύργο
και Μουζάκι.
Το 1840 ο ∆ήµος Κενηρίου ενσωµατώνεται στο ∆ήµο Φλεσσιάδος62,
µε πρωτεύουσα την Λιγούδιστα. Εκτός από τα χωριά του ∆ήµου
Κενηρίου, στο νέο δήµο υπάγονται και άλλα χωριά της περιοχής µέχρι
τους Γαργαλιάνους και τη νήσο Πρώτη.
Στα 1859 δήµαρχος Φλεσσιάδος ήταν ο Νικόλαος Κοκκέβης, ο
οποίος κατά τα έτη1848, 1852,υπηρετούσε ως αστυνόµος του ∆ήµου και
είχε απολυθεί δύο φορές γιατί είχε χαρακτηρισθεί «ως αντιδυναστικός»
και «πολεµών το σύστηµα» δηλ. το Βαυαρικό καθεστώς. Ως δήµαρχος
στα 1862 τέλεσε δοξολογία υπέρ της Επανάστασης και κατά του Όθωνα.
Στις εκλογές του 1873 επανεξελέγη δήµαρχος και το 1888 τιµήθηκε µε
τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος «δια τας υπέρ των συµφερόντων του
∆ήµου υπηρεσίας αυτού»
Σοβαρές ζηµιές υπέστη η περιοχή από τους δύο ιστορικούς σεισµούς
της Μεσσηνίας το 1846 (14 Ιουλίου) και κυρίως το 1886 (15
Αυγούστου), όπου καταστράφηκε η Καβελαριά, απέµεινε η εκκλησία
του Αγ. Νικολάου (βυζαντινός ναός) και δύο – τρία σπίτια. Τα σπίτια της
Καβελαριάς (και όλης της Χώρας) ήταν διώροφα, είχαν θεµέλια από
πέτρα ή πωρόλιθο (ισόγειο) και ο όροφος ήταν κτισµένος κυρίως µε
ψηµένους πλίνθους και ξύλινα χαγιάτια.
Για το συγκεκριµένο σεισµό (1886) υπάρχουν δύο λαϊκές
µυθοπλασίες.
«Στην πρώτη αναφέρεται ότι στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου
Καβελαριάς, την οποία λειτουργούσαν την ηµέρα της Παναγίας 15
Αυγούστου, και ήταν εκείνη τη χρονιά Παρασκευή. Ο παπάς
συµβούλεψε τους πιστούς να µην φάνε κρέας (λόγω Παρασκευής) αλλά
ψάρι. Οι ενορίτες δεν υπάκουσαν. Την ίδια νύχτα έγινε ο
καταστρεπτικός σεισµός.
Μια άλλη «ιστορία» του τόπου λέει ότι στον Αγ. Νικόλαο Καβελαριάς
ζούσε ένας καλόγερος, µε άγνωστο τον τόπο καταγωγής του. Στη
γειτονική Κάτου Ρούγα (Λιγούδιστας) µια κοπέλα έµεινε έγκυος από τον
θείο της, ο οποίος, (για να αποφύγει ο ίδιος τις συνέπειες,) τη
συµβούλεψε να κατηγορήσει τον καλόγερο για το γεγονός.
Ειδοποιήθηκε ο δεσπότης της Κυπαρισσίας , ο οποίος από την Ωραία
Πύλη ανάφερε το γεγονός και πρότεινε την καθαίρεση του καλόγερου.
Τότε ο καλόγερος γυµνώθηκε µπροστά στο εκκλησίασµα και
αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε γεννητικά όργανα. Ο δεσπότης τον
συµβούλεψε να φύγει από αυτόν τον τόπο γιατί δεν κατοικείται από
ανθρώπους, αλλά από διαβόλους. Ο µοναχός έφυγε και καταράστηκε
τον τόπο να γίνει στάχτη.»
Πέρα από τους µύθους υπάρχουν και πραγµατικά γεγονότα, ως προς
τη νοοτροπία και τις αξίες των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα
είναι και η παρακάτω αφήγηση.
« Την ώρα του σεισµού κάποια γυναίκα
βρισκόταν στο σπίτι µε τα δυο παιδιά της. Ένα κοριτσάκι βρέφος και
ένα αγοράκι περίπου 3 ετών.
Ενώ το κορίτσι κοιµόταν στο µπεσκίρι (κούνια), η µητέρα πήρε το
αγόρι και προσπάθησε να βγει από το σπίτι. Τη στιγµή που κατέβαινε τη
σκάλα έπεσε ένα µαδέρι από το χαγιάτι, χτύπησε το αγοράκι στο κεφάλι
και σκοτώθηκε. Το βελέσι (φούστα)της γυναίκας πιάστηκε σε κάποιο
ξύλο και αυτή κρεµόταν αποκαλύπτοντας το γυµνό σώµα της. Κάποιος
(Πετρόπουλος) την κατέβασε για να µην ντροπιάζεται. Όταν οι κάτοικοι
άρχισαν µε τις αξίνες να ανασκάπτουν τα ερείπια του σπιτιού της
άκουσαν κλάµα µωρού. Το µπεσκίρι είχε γυρίσει ανάποδα και το
κοριτσάκι είχε σωθεί.
Το όνοµά της ήταν ∆ιαµάντω και όταν µεγάλωσε έγινε η µαµή της
Χώρας.»