Για να θυμούνται οι Παλιοί και να μαθαίνουν οι Νέοι !!
Η
Νηστεία άρχιζε από την Καθαρά Δευτέρα έως κι την Ανάσταση. Έτρωγαν φασόλια λόπια και φακές, ενώ τις Τετάρτες, αν και εργάζονταν στα χωράφια, το φαγητό τους δεν περιλάμβανε ούτε μία σταγόνα λάδι.
«Από την “κουφή” εβδομάδα (μία εβδομάδα πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα) ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για το Πάσχα» . Ασπρίζονταν οι αυλές και τα σπίτια , ώστε όλα να είναι πεντακάθαρα. Ταυτόχρονα ξεκινούσε και η φροντίδα στα χτήματα, καθώς γίνονταν ραντίσματα και θειαφίσματα και ό,τι άλλο απαιτούνταν. Με τη ρεντιστική μηχανή στην πλάτη και ασπρίζανε τα πάντα
Τη Μεγάλη Τρίτη ή το αργότερο τη Μεγάλη Τετάρτη, ξεκινούσε το ζύμωμα του ψωμιού για όλο το υπόλοιπο της Μεγάλης Εβδομάδας και για τις επόμενες ημέρες, οπότε, συνήθως, φτιάχνονταν 10-15 καρβέλια, ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας.
Ένα από αυτά ήταν η «Λαμπροκουλούρα», που την έκοβε το βράδυ της Ανάστασης ο νοικοκύρης του σπιτιού. Την επομένη ακολουθούσαν τα κουλουράκια που κατασκευάζονταν από ζυμάρι με πορτοκάλι ή αυγό.
Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφονταν συνήθως τα αυγά. «Κι επειδή τότε δεν υπήρχαν τα αυτοκόλλητα που υπάρχουν σήμερα και για να μην γκρινιάζουν τα παιδιά, οι μανάδες έπαιρναν νάιλον κάλτσες, τις έκοβαν, έβαζαν μέσα τα αυγά, μαζί με ένα φύλλο από κάποιο δέντρο ή φυτό και τα έβαφαν».
Ωστόσο «αν στο σπίτι υπήρχε λύπη (θάνατος - πένθος), τα αυγά δε βάφονταν κόκκινα, αλλά μπλε». Κόκκινα αυγά επιτρέπονταν να μπουν στο σπίτι από τους γείτονες ή τους επισκέπτες κι αυτό μόνο για να δώσουν κουράγιο στους λυπημένους .
Η Μεγάλη Παρασκευή αντιμετωπιζόταν από όλους ως ημέρα πένθους και για το λόγο αυτό δε γίνονταν πολλές δουλειές.
«Ήταν σαν να είχε πεθάνει συγγενής σου και στο σπίτι δεν υπήρχε φαγητό, αλλά ούτε και μαγειρευόταν κάτι», ενώ αν γίνονταν επισκέψεις την ημέρα εκείνη, προσφερόταν από τους οικοδεσπότες μόνο καφές και νερό, χωρίς γλυκό.
«Τη Μεγάλη Παρασκευή, τα κορίτσια με τα κάνιστρα, μάζευαν λουλούδια για να στολίσουν τον Επιτάφιο και όλα έπρεπε να είναι έτοιμα έως τις 5.00 το απόγευμα, μετά την αποκαθήλωση.
Με το που χτυπούσε η καμπάνα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ η περιφορά του Επιταφίου γινόταν σε κάθε στενό του χωριού.
Στην είσοδο κάθε σπιτιού άναβε από μια φωτιά και έκαιγαν και λιβάνι» γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και δεν έβλεπαν να περπατήσουν ο Ιερέας και οι πιστοί.
Όσοι δε είχαν νεκρούς στο νεκροταφείο, έτρεχαν να προλάβουν πριν περάσει από εκεί ο Επιτάφιος, για να ανάψουν τα καντήλια. Είχαν ήδη από νωρίς περιποιηθεί τους τάφους και τους είχαν βάλει και στεφάνια με λουλούδια.
Στην περιφορά του Επιταφίου συμμετείχε όλο το χωριό. Τα μικρά κορίτσια προηγούνταν και έψελναν, ενώ τα ακολουθούσαν γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία, που όταν έκριναν ότι τα κορίτσια δεν έψελναν τα χτυπούσαν για να ψάλλουν.
Το Μεγάλο Σάββατο γίνονταν αγορές σε διάφορα είδη, ενώ σφαζόταν το αρνί ή το κατσίκι και οι γυναίκες ξεκινούσαν την προετοιμασία για το φαγητό της Ανάστασης.
Όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία και με την απόλυσή της, επέστρεφε στο σπίτι για το τσούγκρισμα των αυγών και μετά για τη μαγειρίτσα.
Την Κυριακή του Πάσχα το κρέας ψηνόταν στον ξυλόφουρνο κι όποιος δεν είχε, το έδινε στο γείτονα που είχε, καθώς τότε υπήρχε μεγάλη αγάπη και συμπαράσταση μεταξύ των γειτόνων.
Τότε το ψητό έμπαινε στο φούρνο το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα. Όμως, επειδή πολλοί έπρεπε να φύγουν την ημέρα εκείνη, τρώγεται πλέον την Κυριακή του Πάσχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλη η οικογένεια καθόταν στο γιορτινό τραπέζι για να φάει μαζί. «Παρά τη φτώχεια μας, περνούσαμε ευτυχισμένα κι ο κόσμος ήταν αγαπημένος. Τώρα το χρήμα και τα συμφέροντα χώρισαν τον κόσμο, χώρισαν ακόμα και οικογένειες»
Άλλες εποχές …Άλλα ήθη