Ω τι έκπληξη!
Στην Ελλάδα υπήρχαν μίζες, διαπλοκές, επίορκοι που
καταλήστεψαν το δημόσιο, λαμόγια που στις πλάτες της πατρίδας χτίζαν
τα παλάτια τους και χαρτζηλίκωναν τις γκόμενές τους, που κοιτάγανε μόνο
το τομαράκι τους χωρίς να υπολογίζουν τίποτα, υπήρχαν επώνυμοι και
ανώνυμοι που λειτουργούσαν σαν κανονικές συμμορίες...
Τι λες βρε παιδί μου..
Τι λες βρε παιδί μου..
Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό μας... Εχω ένα σοβαρό
προβληματισμό.. Προσπαθώ να καταλάβω πόσοι από το σύνολο των ελλήνων
πολιτών είναι λαμόγια και πόσοι ηλίθιοι.
Σε μια χώρα που από μικρό παιδί μαθαίνει κανείς για το «μέσον», τις «άκρες», το «λάδωμα», το «φακελλάκι», την «εξυπηρέτηση» σε ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ κάνει κάποιος.
Από την έκδοση ενός απλού πιστοποιητικού που βιάζεται να το πάρει μέχρι το να χτίσει μια χολυγουντιανή βίλα πάνω στο καμένο δάσος, μέχρι να προσπεράσει αναισθήτως χωρίς καμιά τύψη μια ουρά από αρρώστους που περιμένουν τρέμοντας τη σειρά τους για το χειρουγείο μη πεθάνουν, που προσπερνάει άξια παιδιά που βράσαν αυγό στη καρέκλα για να μάθουν δυο γράμματα, και διορίζει τον άχρηστο και τεμπελχανά κανακάρη σε μια θέση πολυτελείας για να βάζει αυτούς τους άξιους να του σερβίρουνε καφέδες ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και έφυγε για το μεγάλο ταξίδι σ΄αυτόν εδώ το τόπο χωρίς να έχει νοιώσει στο πετσί του, την ασυδοσία, το θράσος, την κατινιά, τη κουτοπονηριά, τη μικρότητα ψυχής, τη μιζέρια, το θράσος, το νταβτζηλίκι, την κουραδομαγκιά και το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε»
Σε μια χώρα που από μικρό παιδί μαθαίνει κανείς για το «μέσον», τις «άκρες», το «λάδωμα», το «φακελλάκι», την «εξυπηρέτηση» σε ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ κάνει κάποιος.
Από την έκδοση ενός απλού πιστοποιητικού που βιάζεται να το πάρει μέχρι το να χτίσει μια χολυγουντιανή βίλα πάνω στο καμένο δάσος, μέχρι να προσπεράσει αναισθήτως χωρίς καμιά τύψη μια ουρά από αρρώστους που περιμένουν τρέμοντας τη σειρά τους για το χειρουγείο μη πεθάνουν, που προσπερνάει άξια παιδιά που βράσαν αυγό στη καρέκλα για να μάθουν δυο γράμματα, και διορίζει τον άχρηστο και τεμπελχανά κανακάρη σε μια θέση πολυτελείας για να βάζει αυτούς τους άξιους να του σερβίρουνε καφέδες ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και έφυγε για το μεγάλο ταξίδι σ΄αυτόν εδώ το τόπο χωρίς να έχει νοιώσει στο πετσί του, την ασυδοσία, το θράσος, την κατινιά, τη κουτοπονηριά, τη μικρότητα ψυχής, τη μιζέρια, το θράσος, το νταβτζηλίκι, την κουραδομαγκιά και το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε»
. Σε κάθε έκφραση της καθημερινότητας.
Στο λεωφορείο για τη δουλειά. Στο ταξί. Στο σουπερ μάρκετ στην ουρά. Στη ταβέρνα, στο καφενείο, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε νοσοκομεία, σε τουριστικά καταλύματα , σε ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ.
Οπότε εδώ έρχεται η απορία μου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι οι επώνυμοι στα μέσα μαζικής αποχαύνωσης, οι επώνυμοι και ανώνυμοι του διαδικτύου, ο κόσμος στις κουβέντες στα πηγαδάκια,
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ ΚΑΙ ΑΗΔΙΑΣΜΕΝΟΙ?
Στο λεωφορείο για τη δουλειά. Στο ταξί. Στο σουπερ μάρκετ στην ουρά. Στη ταβέρνα, στο καφενείο, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε νοσοκομεία, σε τουριστικά καταλύματα , σε ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ.
Οπότε εδώ έρχεται η απορία μου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι οι επώνυμοι στα μέσα μαζικής αποχαύνωσης, οι επώνυμοι και ανώνυμοι του διαδικτύου, ο κόσμος στις κουβέντες στα πηγαδάκια,
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ ΚΑΙ ΑΗΔΙΑΣΜΕΝΟΙ?
Είναι λαμόγια
που παριστάνουν τις περιστέρες? είναι ηλίθιοι που ψήφιζαν φανταζόμενοι
πως αυτοί που ψηφίζουν είναι έντιμοι, πατριώτες, φιλάνθρωποι και
τέρατα ηθικής?
Μήπως ήρθαν από κάποιον άλλο πλανήτη τώρα τελευταία?
Γιατί ένας έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος σ΄αυτό εδώ το ταλαίπωρο τόπο
δεν υπάρχει περίπτωση να παραστήσει τον έκπληκτο.
Δεν μπορεί να κάνει
πως δεν είχε καταλάβει γιατί πας έντιμος πολίτης με συνείδηση και
αξιοπρέπεια, κάθε άνθρωπος που διατήρησε την ουσία του και σιχάθηκε τα
γελοία περιτυλίγματα της ζωής ένοιωσε ξένο σώμα μέσα στους υπόλοιπους.
Βίωσε κάθε μέρα το περιθώριο της σελίδας γιατί δεν μπορούσε να
ταιριάξει με το πρεζομένο στο κέρδος και την απάτη πλήθος.
Ντράπηκε, έκλαψε, χτυπήθηκε κάτω, δεκάδες φορές αδυνατώντας να «ταιριάξει» με τους καραγκιόζηδες που χτυπάγανε παλαμάκια στο κάθε φύλαρχο που τους έταζε καθρεφτάκια..
Τίμιοι σ΄αυτό το τόπο ήταν και θα είναι
πάντα, οι ίδιοι που είναι και στον υπόλοιπο κόσμο. Ντράπηκε, έκλαψε, χτυπήθηκε κάτω, δεκάδες φορές αδυνατώντας να «ταιριάξει» με τους καραγκιόζηδες που χτυπάγανε παλαμάκια στο κάθε φύλαρχο που τους έταζε καθρεφτάκια..
Οι αμετανόητοι ρομαντικοί. Οι ψυχούλες οι ευαίσθητες. Οι βασανισμένοι. Οι τρελοί. Οι περιθωριακοί.
Οι ελεύθεροι αλεξιπτωτιστές της ζωής. Τα παιδιά και τα αιώνια παιδιά. Οι κομπάρσοι στο θέατρο της ζωής και πρωταγωνιστές των ονείρων... Ολοι εκείνοι που θέλουν ν΄αγγίξουν το μεδούλι της ζωής κι όχι τη φτιασιδωμένη πέτσα.
Είναι οι άνθρωποι που επώνυμα ή ανώνυμα δεν τα φάγανε μαζί. Δεν φάγανε γενικότερα τίποτα περισσότερο από αυτό που ζυμώσανε με το κόπο τους, από αυτό που μπορούσε να γίνει χωρίς να χάσουν την αξιοπρέπειά τους, χωρίς να ξεπουληθούν, χωρίς να φιλήσουν τις κατουρημενες ποδιές για να εξηπηρετήσουν τη μωροδοξία τους...
Με αφήνει εντελώς αδιάφορο όλη αυτή η φαρσοκωμωδία.
Δεν μου καίγεται καρφί. Τους κοιτάζω χιλιάδες κουτοπόνηρα ανθρωπάκια να παριστάνουν τους έκπληκτους, τους έντιμους που νοιώθουν αγανάκτιση, τους καθαρούς που κλείνουν τη μύτη στη βρώμα. Αλλοι γιατί δεν τους μπουζούριασε κανείς ακόμα, άλλοι γιατί τα εγκλήματά τους ήταν ψιλοβρωμιές, ψιλοχεσίματα, μέσα στο τεράστιο βόθρο.
Είναι οι καθηγητές της διαπλοκής και οι κατιμάδες. Οι πρίγκηπες της απάτης και τα δουλικά τους. Οι αυθεντικοί βρυκόλακες και οι υποτακτικοί τους.
Και ξέρετε κάτι?
Περισσότερο γλοιώδεις και τιποτένιοι είναι οι υποτακτικοί.
Αυτά τα μίζερα ανθρωπάκια, που παριστάνουν τους τίμιους και μέσα στα ονειρεματά τους στριγμώνεται όλη η διαστροφή, η βρωμιά και η ανωμαλία αυτού του κόσμου.
Είναι οι απατεώνες του φτωχού. Οι κοριοί του Μπρέχτ ή σε πιο μοντέρνα και πιασάρικη εκδοχή
Οι familiars του Blade.
I hate familiars.
Κι εγώ επίσης. Σιχαίνομαι τους υποτακτικούς.
Κι όλοι αυτοί οι έκπληκτοι, που χρόνια και χρόνια ψήφιζαν κι επιβράβευαν όλο αυτό το συρφετό για να εξασφαλίσουν τη θεσούλα τους στον υπόνομο... αυτοί είναι όλοι υποτακτικοί.
Ανά πάσα στιγμή για λίγα μπιχλιμπίδια, λίγη λάμψη από τα αφεντικά τους θα άπλωναν το λαιμό τους με ηδονή, να ταϊσουν τα κτήνη μέχρι θανάτου.