Η μάχη αυτή, δόθηκε στίς 19 Ιουλίου του 1944 μεταξύ Ελλήνων αντιστασιακών και Γερμανών κατακτητών. Στην τοποθεσία "κορδέλες", στον ποταμό Σέλα, μεταξύ Αμπελοφύτου (Αγορέλιτσα) και Χώρας, αντάρτες του ΕΛΑΣ έστησαν ενέδρα σε γερμανικό στρατιωτικό κομβόι, όπου και νίκησαν κατά κράτος.
Η ιστορική αυτή μάχη δόθηκε από το 1ο τάγμα του 9ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Στρατιωτικός Διοικητής ήταν ο μόνιμος ταγματάρχης Ηλίας Σφακιανάκης, άλλως «Μπαρμπαλιάς», ενώ Καπετάνιος του Τάγματος ο Δημ. Καλδής.
Ο τόπος της μάχης
Ακολουθεί απόσπασμα από το ιστορικό της μάχης, που γράφτηκε από τον Νίκο Μέλιο, μόνιμο αξιωματικό, Διοικητή του 2ου Λόχου του 19ου τάγματος του ΕΛΑΣ.
«17 Ιούλη 1944, η πολιτική οργάνωση της περιοχής δίνει την πληροφορία ότι η γερμανική φάλαγγα αυτοκινήτων θ’ αποχωρήσει τις προσεχείς μέρες από την Πύλο, με κατεύθυνση Γαργαλιάνους – Κυπαρισσία.
18 Ιούλη 1944 και πριν καλά καλά ξημερώσει, τα τμήματα του τάγματος προωθούνται και καταλαμβάνουν τις θέσεις που προκαθορίστηκαν κατά την αναγνώριση. Έτσι, ο 1ος και 2ος λόχος έλαβαν θέσεις μάχης μέσα στο χώρο της ενέδρας και τα πολυβόλα τοποθετήθηκαν σε θέσεις κατάλληλες για να εκτελέσουν αξονικά πυρά στο δημόσιο δρόμο, και αν χρειαστεί, να υποστηρίξουν τα τμήματά μας της ενέδρας. Η όλη διάταξη καλύφθηκε από την κατεύθυνση της Κυπαρισσίας από μια Διμοιρία του 2ου Λόχου, από την κατεύθυνση της Πύλου από μια ομάδα του 1ου Λόχου.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη σοβαρή βοήθεια που έδωσε στη διεξαγωγή της επιχείρησης ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της περιοχής, που έσπευσε από την πρώτη στιγμ΄να ταχθεί υπό τις διαταγές του τάγματος.
Στις θέσεις αυτές τις ενέδρας, που ήταν πολύ κοντά στο δρόμο, το τάγμα παρέμεινε όλη την ημέρα, με αξιοθαύμαστη πειθαρχεία, θάρρος και καρτερικότητα, αλλά ο εχθρός δεν φάνηκε.
Η μέρα της μάχης, η 19η Ιούλη, ξημερώνει.
Με την ίδια τάξη, πειθαρχεία και συνοχή, το τάγμα ξαναπιάνει τις θέσεις του στην ενέδρα και περιμένει. Το καμουφλάρισμα των μαχητών είναι τέλειο. Για να μην προδοθούμε χρειάστηκε να γίνουμε ένα με τη γη, να κρατάμε και την ανάσα μας ακόμα.
Η πληροφορία διασταυρώθηκε και ήτανε σαφής: ότι δηλαδή, γερμανική φάλαγγα ετοιμάζεται στην Πύλο για αναχώρηση. Μα οι ώρες περνάνε χωρίς να φανεί τίποτα. Ο καυτερός ήλιος του Ιούλη πυρπολεί τα πάντα. Τα λαρύγγια μας έχουνε στεγνώσει από τη ζέστη και την αγωνία. Ο ήλιος πήρε να γέρνει προς το απομεσήμερο.
Εμείς θα επιμείνουμε, μονολογεί ο Μπαρμπαλιάς. Δε μπορεί παρά να περάσουνε εκτός και αν μας πρόδωσαν. Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την κουβέντα του κι ο Μάρμπα Χάτζος, μ’ ένα αυστριακό αυτόμολο, «έπιασε» με υποκλοπή το τηλεφώνημα των Γερμανών, που έλεγε ότι η φάλαγγα ξεκίνησε από την Πύλο και σε λίγη ώρα θα περάσει από μπροστά μας. Έτσι οι φόβοι ότι μπορεί να προδόθηκε η ενέδρα μας διαλύθηκαν. Όλος ο λαός της περιοχής, κι αν αντιλήφθηκε κάτι το κράτησε μυστικό. Γιατί έβλεπε τα παιδιά το, τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, να πολεμάνε για την πατρίδα, σκληρούς τιμωρούε του φασίστα κατακτητή, που τόλμησε να μολύνει αυτά εδώ τα χώματα, ζυμωμένα με το αίμα των προγόνων του στους αγώνες για τη λευτεριά.
Λίγο μετά το μεσημέρι, το παρατηρητήριό μας επισημαίνει κίνηση αυτοκινήτων στο δημόσιο δρόμο από Κορυφάσιο προς Χώρα. Αμέσως δίνεται στα τμήματα η διαταγή συναγερμού και οι τελευταίες οδηγίες. Όσοι από μας μπορούνε να βλέπουν, καρφώνουνε τα μάτια τους πέρα στην τελευταία στροφή του δρόμου, εκεί όπου νάναι, θα φανεί ο εχθρός. Και πράγματι, θάναι η ώρα μιάμιση, όταν το πρώτο αυτοκίνητο μπαίνει στην ενέδρα. Τώρα η ένταση αποκορυφώνεται, η ακινησία μας είναι απόλυτη. Σφίγγουμε τα όπλα μας στον ώμο και με την κόχη του ματιού μετράμε τ’ αυτοκίνητα: πέντε… οχτώ… δώδεκα… δεκατρία…
Και ξαφνικά ΠΥΡ, δίνεται το σύνθημα της μάχης με μια φωτοβολίδα από το Σταθμό Διοίκησης του 1ου Λόχου. Όλα τα όπλα μας, απ’ όλες τις μεριές στέλνουνε καυτό μολύβι απάνω στους Γερμανούς. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και απάνω στη σύγχυσή του, τα πυρά μας γίνονται ακόμα φονικότερα. Όσοι δε σκοτώθηκαν με τις απανωτές ομοβροντίες μας, πηδάνε στο έδαφος, ταμπουρώνονται στις ρόδες των αυτοκινήτων κι όπου μπορούνε και πολεμάνε με λύσσα, μα οι δυνάμεις τους είναι πια λιγοστές, τα πρώτα αυτοκίνητα εξοντώθηκαν τελείως και μερικά καίγονται. Προσπαθούν να καταλάβουνε επίκαιρες θέσεις, μα θερίζονται από τα φονικά πυρά μας.
Με τις πρώτες ντουφεκιές, καταφτάνουνε και οι χωριάτες της περιοχής, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, πιάνουνε θέση στο πλευρό των ανταρτών, τους εμψυχώνουνε και βοηθάνε όπως μπορούν για την εξόντωση των χιτλερικών. Αντάρτες και λαός ενώνουν τις προσπάθειές τους και με μια ψυχή χτυπάνε αλύπητα τον εχθρό. Μέσα στην αντάρα της φονικής μάχης και αψηφώντας τις εχθρικές σφαίρες, μεταφέρουνε τους τραυματίες μας σε ασφαλή μέρη και επιδένουν τις πληγές τους.
Το σύνθημα για την τελική έφοδο το έδωσε ο ηρωικός Διοικητής του Τάγματος ο θρυλικός Μπαρμπαλιάς Σφακιανάκης. Με το περίστροφο στο χέρι και με τις κραυγές «ελευθερία ή θάνατος», «θάνατος στους φασίστες», πετιέται από το πόστο του και ρίχνεται καταπάνω στους ναζήδες. Μα εκεί τον πετυχαίνει το φαρμακερό βόλι. Ο σεμνός και γενναίος ηγέτης και λαϊκός αγωνιστής, πέφτει θανάσιμα τραυματισμένος και τις βραδινές ώρες ξεψυχάει στην έδρα του τάγματος, στο Ιερό Μανιάκι, αφού έμαθε πρώτα τη νίκη μας και την ολοκληρωτική πανωλεθρία του εχθρού. Οι συναγωνιστές του τού απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές και τον έθαψαν στο βάθρο της αναμνηστικής στήλης του μεγάλου εθνικού ήρωα του ’21 του Παπαφλέσσα. Αποτέλεσμα της μάχης. Η εξόντωση της γερμανικής φάλαγγας ήτανε πλήρης: τα 13 αυτοκίνητα καταστράφηκαν, 180 Γερμανοί σκοτώθηκαν, 12 πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί και ο στρατιωτικός παπάς τους (μετά την απελευθέρωση τον στείλαμε στη Γερμανία).
Μετά το τέλος της μάχης, ο δρόμος ήταν σπαρμένος με τα συντρίμμια των γερμανικών αυτοκινήτων, με πτώματα Γερμανών, όπλα και άλλα εφόδια.
Τα λάφυρα ήταν: δύο βαρεία πολυβόλα, 12 μυδράλια, 2 ταχυβόλα και όλος ο ατομικός οπλισμός της συνοδείας με άφθονα πυρομαχικά. Επίσης 1 αυτοκίνητο ζάχαρη, 1 αλεύρι και 1 άλλο με διάφορα τρόφιμα.
Δικές μας απώλειες:18 αντάρτες και καπεταναίοι έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτή την περίλαμπρη μάχη. Ανάμεσά τους και ο Διοικητής του Τάγματος, ο ηρωικός Ταγματάρχης Ηλίας Σφακιανάκης. Δέκα οχτώ λεβέντες μας δεν έδωσαν το «παρών» στο βραδινό προσκλητήριο, που έγινε στο Κεφαλόβρυσο της Χώρας, όπου συγκεντρώθηκε το Τάγμα για ανασυγκρότηση. Άλλοι 8 τραυματίστηκαν.»
Τα ονόματα των Ελλήνων νεκρών
Ηλίας Σφακιανάκης, Ταγματάρχης – Διοικητής του Τάγματος
Γεώργιος Μανωλάκος, Λακωνία
Νικόλαος Δημητρακόπουλος ή Πλαστήρας, Καλάμι Καλαμάτας
Χαράλαμπος Χάτζος, Νεοχώρι Μελιγαλά
Γεώργιος Μούντανος, Κάμπος Αβίας
Ηλίας Πατικόπουλος, Γιάννιτσα Καλαμάτας
Παύλος Παυλίδης (ψευδών. Κανάκης), Γύθειο
Γιώργης ΦΙλιππόπουλος, Τρύπη Λακωνίας
Νίκος Στατηγουλέας, Προάστειο Καρδαμύλης
Γιάννης Οικονομέας, Στούπα Μεσσηνιακής Μάνης
Νέστορας Κολοκάθης, Αντικάλαμος
Βασίλης Βασιλικός, Τρύπη Λακωνίας
Μιχάλης Παπαθεοδωρακάκης, Λαχανάδα Πυλίας
Νικόλαος Σταματελόπουλος, Χώρα Τριφυλίας
Νικόλαος Βλαχαδάμης, Γαργαλιάνοι
Πέτρος Κατελάνος, Χώρα Τριφυλίας
Πέτρος Τσαπέκης, Μεθώνη
Παναγιώτης Κομποχόλης, Λακωνία
Επί 45 λεπτά οι Γερμανοί σφυροκοπούνται και αποδεκατίζονται ώσπου οι αντάρτες εξορμούν για την τελειωτική εξόντωση των υπολειμμάτων της εχθρικής μονάδας, που καταφεύγουν στις γύρω χαράδρες και στις πατουλιές. Επακολουθεί αγώνας σώμα με σώμα, διαδραματίζονται συγκλονιστικές στιγμές παληκαριάς και αυτοθυσίας. Ξαναζούνε οι θρύλοι για ηρωισμούς και κατορθώματα. Ξαναζωντανεύουνε οι μπαρουτοκαπνισμένες μορφές της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Η ιστορική αυτή μάχη δόθηκε από το 1ο τάγμα του 9ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Στρατιωτικός Διοικητής ήταν ο μόνιμος ταγματάρχης Ηλίας Σφακιανάκης, άλλως «Μπαρμπαλιάς», ενώ Καπετάνιος του Τάγματος ο Δημ. Καλδής.
Ο τόπος της μάχης
Ακολουθεί απόσπασμα από το ιστορικό της μάχης, που γράφτηκε από τον Νίκο Μέλιο, μόνιμο αξιωματικό, Διοικητή του 2ου Λόχου του 19ου τάγματος του ΕΛΑΣ.
«17 Ιούλη 1944, η πολιτική οργάνωση της περιοχής δίνει την πληροφορία ότι η γερμανική φάλαγγα αυτοκινήτων θ’ αποχωρήσει τις προσεχείς μέρες από την Πύλο, με κατεύθυνση Γαργαλιάνους – Κυπαρισσία.
18 Ιούλη 1944 και πριν καλά καλά ξημερώσει, τα τμήματα του τάγματος προωθούνται και καταλαμβάνουν τις θέσεις που προκαθορίστηκαν κατά την αναγνώριση. Έτσι, ο 1ος και 2ος λόχος έλαβαν θέσεις μάχης μέσα στο χώρο της ενέδρας και τα πολυβόλα τοποθετήθηκαν σε θέσεις κατάλληλες για να εκτελέσουν αξονικά πυρά στο δημόσιο δρόμο, και αν χρειαστεί, να υποστηρίξουν τα τμήματά μας της ενέδρας. Η όλη διάταξη καλύφθηκε από την κατεύθυνση της Κυπαρισσίας από μια Διμοιρία του 2ου Λόχου, από την κατεύθυνση της Πύλου από μια ομάδα του 1ου Λόχου.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη σοβαρή βοήθεια που έδωσε στη διεξαγωγή της επιχείρησης ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της περιοχής, που έσπευσε από την πρώτη στιγμ΄να ταχθεί υπό τις διαταγές του τάγματος.
Στις θέσεις αυτές τις ενέδρας, που ήταν πολύ κοντά στο δρόμο, το τάγμα παρέμεινε όλη την ημέρα, με αξιοθαύμαστη πειθαρχεία, θάρρος και καρτερικότητα, αλλά ο εχθρός δεν φάνηκε.
Η μέρα της μάχης, η 19η Ιούλη, ξημερώνει.
Με την ίδια τάξη, πειθαρχεία και συνοχή, το τάγμα ξαναπιάνει τις θέσεις του στην ενέδρα και περιμένει. Το καμουφλάρισμα των μαχητών είναι τέλειο. Για να μην προδοθούμε χρειάστηκε να γίνουμε ένα με τη γη, να κρατάμε και την ανάσα μας ακόμα.
Η πληροφορία διασταυρώθηκε και ήτανε σαφής: ότι δηλαδή, γερμανική φάλαγγα ετοιμάζεται στην Πύλο για αναχώρηση. Μα οι ώρες περνάνε χωρίς να φανεί τίποτα. Ο καυτερός ήλιος του Ιούλη πυρπολεί τα πάντα. Τα λαρύγγια μας έχουνε στεγνώσει από τη ζέστη και την αγωνία. Ο ήλιος πήρε να γέρνει προς το απομεσήμερο.
Εμείς θα επιμείνουμε, μονολογεί ο Μπαρμπαλιάς. Δε μπορεί παρά να περάσουνε εκτός και αν μας πρόδωσαν. Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την κουβέντα του κι ο Μάρμπα Χάτζος, μ’ ένα αυστριακό αυτόμολο, «έπιασε» με υποκλοπή το τηλεφώνημα των Γερμανών, που έλεγε ότι η φάλαγγα ξεκίνησε από την Πύλο και σε λίγη ώρα θα περάσει από μπροστά μας. Έτσι οι φόβοι ότι μπορεί να προδόθηκε η ενέδρα μας διαλύθηκαν. Όλος ο λαός της περιοχής, κι αν αντιλήφθηκε κάτι το κράτησε μυστικό. Γιατί έβλεπε τα παιδιά το, τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, να πολεμάνε για την πατρίδα, σκληρούς τιμωρούε του φασίστα κατακτητή, που τόλμησε να μολύνει αυτά εδώ τα χώματα, ζυμωμένα με το αίμα των προγόνων του στους αγώνες για τη λευτεριά.
Λίγο μετά το μεσημέρι, το παρατηρητήριό μας επισημαίνει κίνηση αυτοκινήτων στο δημόσιο δρόμο από Κορυφάσιο προς Χώρα. Αμέσως δίνεται στα τμήματα η διαταγή συναγερμού και οι τελευταίες οδηγίες. Όσοι από μας μπορούνε να βλέπουν, καρφώνουνε τα μάτια τους πέρα στην τελευταία στροφή του δρόμου, εκεί όπου νάναι, θα φανεί ο εχθρός. Και πράγματι, θάναι η ώρα μιάμιση, όταν το πρώτο αυτοκίνητο μπαίνει στην ενέδρα. Τώρα η ένταση αποκορυφώνεται, η ακινησία μας είναι απόλυτη. Σφίγγουμε τα όπλα μας στον ώμο και με την κόχη του ματιού μετράμε τ’ αυτοκίνητα: πέντε… οχτώ… δώδεκα… δεκατρία…
Και ξαφνικά ΠΥΡ, δίνεται το σύνθημα της μάχης με μια φωτοβολίδα από το Σταθμό Διοίκησης του 1ου Λόχου. Όλα τα όπλα μας, απ’ όλες τις μεριές στέλνουνε καυτό μολύβι απάνω στους Γερμανούς. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και απάνω στη σύγχυσή του, τα πυρά μας γίνονται ακόμα φονικότερα. Όσοι δε σκοτώθηκαν με τις απανωτές ομοβροντίες μας, πηδάνε στο έδαφος, ταμπουρώνονται στις ρόδες των αυτοκινήτων κι όπου μπορούνε και πολεμάνε με λύσσα, μα οι δυνάμεις τους είναι πια λιγοστές, τα πρώτα αυτοκίνητα εξοντώθηκαν τελείως και μερικά καίγονται. Προσπαθούν να καταλάβουνε επίκαιρες θέσεις, μα θερίζονται από τα φονικά πυρά μας.
Με τις πρώτες ντουφεκιές, καταφτάνουνε και οι χωριάτες της περιοχής, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, πιάνουνε θέση στο πλευρό των ανταρτών, τους εμψυχώνουνε και βοηθάνε όπως μπορούν για την εξόντωση των χιτλερικών. Αντάρτες και λαός ενώνουν τις προσπάθειές τους και με μια ψυχή χτυπάνε αλύπητα τον εχθρό. Μέσα στην αντάρα της φονικής μάχης και αψηφώντας τις εχθρικές σφαίρες, μεταφέρουνε τους τραυματίες μας σε ασφαλή μέρη και επιδένουν τις πληγές τους.
Το σύνθημα για την τελική έφοδο το έδωσε ο ηρωικός Διοικητής του Τάγματος ο θρυλικός Μπαρμπαλιάς Σφακιανάκης. Με το περίστροφο στο χέρι και με τις κραυγές «ελευθερία ή θάνατος», «θάνατος στους φασίστες», πετιέται από το πόστο του και ρίχνεται καταπάνω στους ναζήδες. Μα εκεί τον πετυχαίνει το φαρμακερό βόλι. Ο σεμνός και γενναίος ηγέτης και λαϊκός αγωνιστής, πέφτει θανάσιμα τραυματισμένος και τις βραδινές ώρες ξεψυχάει στην έδρα του τάγματος, στο Ιερό Μανιάκι, αφού έμαθε πρώτα τη νίκη μας και την ολοκληρωτική πανωλεθρία του εχθρού. Οι συναγωνιστές του τού απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές και τον έθαψαν στο βάθρο της αναμνηστικής στήλης του μεγάλου εθνικού ήρωα του ’21 του Παπαφλέσσα. Αποτέλεσμα της μάχης. Η εξόντωση της γερμανικής φάλαγγας ήτανε πλήρης: τα 13 αυτοκίνητα καταστράφηκαν, 180 Γερμανοί σκοτώθηκαν, 12 πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί και ο στρατιωτικός παπάς τους (μετά την απελευθέρωση τον στείλαμε στη Γερμανία).
Μετά το τέλος της μάχης, ο δρόμος ήταν σπαρμένος με τα συντρίμμια των γερμανικών αυτοκινήτων, με πτώματα Γερμανών, όπλα και άλλα εφόδια.
Τα λάφυρα ήταν: δύο βαρεία πολυβόλα, 12 μυδράλια, 2 ταχυβόλα και όλος ο ατομικός οπλισμός της συνοδείας με άφθονα πυρομαχικά. Επίσης 1 αυτοκίνητο ζάχαρη, 1 αλεύρι και 1 άλλο με διάφορα τρόφιμα.
Δικές μας απώλειες:18 αντάρτες και καπεταναίοι έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτή την περίλαμπρη μάχη. Ανάμεσά τους και ο Διοικητής του Τάγματος, ο ηρωικός Ταγματάρχης Ηλίας Σφακιανάκης. Δέκα οχτώ λεβέντες μας δεν έδωσαν το «παρών» στο βραδινό προσκλητήριο, που έγινε στο Κεφαλόβρυσο της Χώρας, όπου συγκεντρώθηκε το Τάγμα για ανασυγκρότηση. Άλλοι 8 τραυματίστηκαν.»
Τα ονόματα των Ελλήνων νεκρών
Ηλίας Σφακιανάκης, Ταγματάρχης – Διοικητής του Τάγματος
Γεώργιος Μανωλάκος, Λακωνία
Νικόλαος Δημητρακόπουλος ή Πλαστήρας, Καλάμι Καλαμάτας
Χαράλαμπος Χάτζος, Νεοχώρι Μελιγαλά
Γεώργιος Μούντανος, Κάμπος Αβίας
Ηλίας Πατικόπουλος, Γιάννιτσα Καλαμάτας
Παύλος Παυλίδης (ψευδών. Κανάκης), Γύθειο
Γιώργης ΦΙλιππόπουλος, Τρύπη Λακωνίας
Νίκος Στατηγουλέας, Προάστειο Καρδαμύλης
Γιάννης Οικονομέας, Στούπα Μεσσηνιακής Μάνης
Νέστορας Κολοκάθης, Αντικάλαμος
Βασίλης Βασιλικός, Τρύπη Λακωνίας
Μιχάλης Παπαθεοδωρακάκης, Λαχανάδα Πυλίας
Νικόλαος Σταματελόπουλος, Χώρα Τριφυλίας
Νικόλαος Βλαχαδάμης, Γαργαλιάνοι
Πέτρος Κατελάνος, Χώρα Τριφυλίας
Πέτρος Τσαπέκης, Μεθώνη
Παναγιώτης Κομποχόλης, Λακωνία
Επί 45 λεπτά οι Γερμανοί σφυροκοπούνται και αποδεκατίζονται ώσπου οι αντάρτες εξορμούν για την τελειωτική εξόντωση των υπολειμμάτων της εχθρικής μονάδας, που καταφεύγουν στις γύρω χαράδρες και στις πατουλιές. Επακολουθεί αγώνας σώμα με σώμα, διαδραματίζονται συγκλονιστικές στιγμές παληκαριάς και αυτοθυσίας. Ξαναζούνε οι θρύλοι για ηρωισμούς και κατορθώματα. Ξαναζωντανεύουνε οι μπαρουτοκαπνισμένες μορφές της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας.