Τα ελληνικά καφενεία αποτελούσαν ανέκαθεν κοινωνικό θεσμό.
Έχουν
συνδεθεί με τη ζωή του νεοέλληνα και ήταν κέντρο της κοινωνικής και
πολιτισμικής ζωής.
Η όσφρηση γεμάτη από ποικίλες μυρωδιές από καφέ και ούζο.
Το λουκουμάκι
στο πιατελάκι του καφέ με μια οδοντογλυφίδα και δίπλα το ποτήρι με το
κρύο νερό.
Οι γυναίκες απείχαν από τα καφενεία, διότι ήταν περιοχή
κυρίως ανδροκρατούμενη.
Στο καφενείο ο κάθε ένας από το χωριό, θα
μάθαινε τα νέα, τι μέλλει γενέσθαι. Θα διάβαζε την εφημερίδα του, να δει
τι γίνεται στον κόσμο.
Τα καφενεία, τότε, θα μπορούσες να τα
χαρακτηρίσεις και σαν σχολεία, πολλά μάθαιναν οι νεώτεροι από τους
παλιούς, και έδιναν λύσεις στα προβλήματα τους. Ήταν έτσι ένας χώρος
χαλάρωσης, τις ατελείωτες ώρες, ειδικά για τους ηλικιωμένους.
Έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι άνθρωποι που σύχναζαν εκεί ήταν πολύ
ήρεμοι, απολάμβαναν με αργές κινήσεις τον καφέ τους, κάπνιζαν, έπιναντο κρασί τους, ούζο, ρακή, κονιάκ ή μπύρα, και έπαιζαν τάβλι, ή χαρτιά. Κουβαλούσαν
σχεδόν πάντα στην τσέπη του πανωφοριού τους μια εφημερίδα, πού διάβαζαν
με μεγάλη προσοχή.
Όταν ήταν με παρέα, σχολίαζαν κάποιο γεγονός, οπότε
άρχιζε μια συζήτηση γύρω από την πολιτική, τα τελευταία νέα, την
ακρίβεια και τα επιτεύγματα της Ιατρικής.
Αγκυροβόλιο ποιητών, μουσικών και διανοουμένων.
Χώρος μυθικός,
τραγουδισμένος.
Χώρος λαϊκός, για παρέες και μοναχικούς.
Σημείο
συνάντησης, εξέδρα ρεμβασμών και θυμοσοφίας, «πρακτορείο» ειδήσεων,
μικρή Βουλή, θέατρο πολιτικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων.