Ήταν δυο φίλοι, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας.
Γνωρίστηκαν στην Ιταλία, διότι ο Έλληνας σπούδαζε εκεί οδοντίατρος. Πέρασαν τα χρόνια και μια μέρα, αφού
∆εν παίρνεις την οικογένεια να κάτσεις λίγο στην Ιταλία να γνωριστούνε και οι γυναίκες μας, να τα πούμε και να θυμηθούμε τα φοιτητικά μας χρόνια;
Αλήθεια, πώς πάνε οι δουλειές στην Ελλάδα; τον ρωτάει στο τηλέφωνο ο Μπενίτο.
Του απαντάει ο Έλληνας ότι μένει σε ένα μικρό δυαράκι με την οικογένεια κι εκεί έχει το ιατρείο, διότι δεν πάνε καλά οι δουλειές. Από τα πολλά, πήρε την οικογένεια ο Έλληνας και πήγε στην Ιταλία να συναντήσει τον παλιό του φίλο. Στο αεροδρόμιο λοιπόν τον περίμενε ο Μπενίτο με μια λιμουζίνα έξι μέτρα. Του λέει τότε ο Έλληνας:
Ρε Μπενίτο δεν ήταν ανάγκη να νοικιάσεις τόσο ακριβό αυτοκίνητο. ∆εν είναι νοικιασμένο, του απαντάει, δικό μου είναι. Φτάνοντας στο σπίτι,του λέει: Εδώ είμαστε. Τι να δει. Βλέπει μια τεράστια βίλα με φύλακες, κηπουρούς, κάμερες. Του λέει ο Έλληνας:
Σε ακριβό ξενοδοχείο με φέρνεις, δεν ήταν ανάγκη. Όχι, του απαντά ο Μπενίτο, είναι το σπίτι μου. Τέλος πάντων, πήγαν έφαγαν και έπεσαν για ύπνο. Ο Έλληνας όλο το βράδυ δεν κοιμόταν, σκεπτόταν με ποιο τρόπο ο συνάδελφός του οδοντίατρος έκανε τόση περιουσία.
Λέει τότε το πρωί θα τον ρωτήσω, η μισή ντροπή δική μου και η μισή δική του. Το πρωί του λέει ο Μπενίτο: Θα πάμε για καφέ και πρωινό στο λιμάνι. Πάνε στο λιμάνι, του λέει: Το βλέπεις αυτό το σκάφος; Είναι δικό μου. Πήγαν στο σκάφος, πήραν τον καφέ τους και με μια γρήγορη ματιά ο Έλληνας το μετράει και το βγάζει περίπου
Πώς έκανες τόσα χρήματα, τόσα πολλά δόντια βγάζεις; Όχι, του λέει, ασχολήθηκα με
την πολιτική. Κοίτα εκεί απέναντι, τον βλέπεις αυτό το μεγάλο δρόμο με τις πολλές γέφυρες; Ναι, τον βλέπω, του λέει ο Έλληνας. Το 10% πάει στην τσέπη μου. Κοίταξε πιο δεξιά, βλέπεις αυτό το κλειστό στάδιο; Ναι το βλέπω. Το 10% πάει στην τσέπη μου. Σώωωπα, του λέει ο Έλληνας σκεπτικός. Πέρασαν μερικά χρόνια και αποφάσισε ο Ιταλός να πάει στην Ελλάδα να δει το φίλο του.
Στο αεροδρόμιο τον περίμενε ο Έλληνας με ένα αυτοκίνητο πιο μεγάλο από το δικό του και πιο καλό μοντέλο. Τον πάει στο σπίτι του, τι να δει ο Μπενίτο, βλέπει μια βίλα δυο φορές πιο ωραία και πιο
μεγάλη από τη δική του. Το πρωί του λέει ο Έλληνας πάμε στο λιμάνι για καφέ. Του δείχνει το κότερό του, που ήταν πιο μεγάλο από του Ιταλού και πιο σύγχρονο. Ο Ιταλός τα έχασε και τον ρωτάει:
Ρε Γιάννη, εσύ μου έλεγες ότι οι δουλειές σου πάνε χάλια. Πώς τα έκανες όλα αυτά; Α! είναι πολύ απλό, ασχολήθηκα κι εγώ με την πολιτική. Τη βλέπεις αυτή τη μεγάλη γέφυρα; του λέει ο Έλληνας.
Πούντη; ∆εν τη βλέπω, του απαντά ο Μπενίτο.
Το βλέπεις αυτό το κλειστό γυμναστήριο;
Πούντο; ∆εν το βλέπω, του λέει πάλι.
Βλέπεις το γήπεδο με τις κερκίδες;
Όχι, πούντο; ∆εν το βλέπω, του ξαναπαντάει ο Ιταλός.
Το 100% πάει στην τσέπη μου, του λέει ο Έλληνας.