ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

2.5.11

Αυθεντικές Ιστορίες από το χωριό μας

Η Γκριντάφο από το Νάσια

Το Νάσια μαζί με το Ρούτσι ήταν οικισμοί του Δήμου Σκάρμιγκος και αναφέρονται μάλιστα στην πρώτη επίσημη απογραφή του Νεοσύστατου Ελληνικού κράτους που έγινε επί Βασιλείας του Όθωνα το 1834-35. Η Γκριντάφο είχε καταγωγή από τα Παπούλια και είχε παντρευτεί στο Νάσια στη Δεκαετία του 1860 .'Έμεινε νωρίς χήρα και ο χαρακτήρας της ήταν δύστροπος .Οι γκρίνιες και οι αναποδιές της έμειναν στην ιστορία σαν σημείο αναφοράς ακόμα και στην εποχή μας. Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια δύστροπη σημερινή γυναίκα λέμε χαρακτηριστικά - θα σταματήσεις μωρή Γκριντάφο. Κάποια μέρα η Γκριντάφο ήταν ως συνήθως εκτός εαυτού ,μετά από έναν ομηρικό καυγά με κάποια γειτόνισσα της δια ασήμαντον αφορμή η κακία της την οδήγησε στην πυρπόληση του σπιτιού της και εν συνεχεία στην πυρπόληση όλων των σπιτιών του Νάσια. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική το χωριό έγινε στάχτες και αποκαίδια .Οι λιγοστοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν, άλλοι κατέληξαν στο Σκάρμιγκα και άλλοι στο Βλαχόπουλο προκειμένου να κτίσουν καινούργια σπίτια. Η είδηση διαδόθηκε σε όλη την περιοχή η Γκριντάφο έκαψε το Νάσια έγινε ο φόβος και τρόμος της περιοχής ,κανένας δεν τολμούσε να περάσει από το Νάσια ,η ίδια βρήκε καταφύγιο στην σπηλιά του Μάρκελλου που βρίσκεται πάνω από την περίφημη Κατσουλόλιμνα μένοντας εκεί μέχρι τον θανατό της. Μόνη και έρημη η Γκριντάφο περιπλανιόταν σε όλη την περιοχή ,κάποιο βράδυ πήρε τον δρόμο για τις Σοφάδες ,έφθασε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται μέσα σε μια μικρή σπηλιά απέναντι από τα Γαιτανέικα κτήματα στις Σοφάδες και το οποίο με πρωτοβουλία του Ιερέα Βασίλειου Γαιτάνη έχει ανακαινισθεί και λειτουργεί έως σήμερα. Γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής με προσευχή και κλάμα ζήτησε μετάνοια και άφεση αμαρτιών για το μεγάλο κακό που είχε κάνει. Στην σπηλιά η Γκριντάφο έμεινε περίπου εννέα μήνες σιτιζόταν με ότι έβρισκε στα χωράφια και από το λιγοστό φαγητό που τις άφηνε…..
κάποιος Βλαχοπουλαίος από συμπόνια ,στην πηγή ,που βρίσκεται κάτω από την σπηλιά χωρίς όμως ποτέ να την συναντήσει. Κάποια μέρα που τις πήγε φαγητό είδε ότι το φαγητό που είχε αφήσει την προηγούμενη ημέρα ήταν εκεί άθικτο. Αποφάσισε να ανέβει και να μπει στην σπηλιά, εκεί σε μια γωνιά αντίκρισε το άψυχο σώμα της, η καρδιά της δεν άντεξε το κρύο και την παγωνιά που επικρατούσε εκείνο το βράδυ και σταμάτησε να λειτουργεί. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή ,πέθανε η Γκριντάφο αμέσως μαζεύτηκαν εκεί οι Νασαίοι ,οι Σκαρμιγκαίοι ,οι Βλαχοπουλαίοι ,μερικοί ανέβηκαν στην σπηλιά ,σήκωσαν το άψυχο κορμί της το τοποθέτησαν σε ένα πρόχειρο φέρετρο και το κατέβασαν στην Κατσουλόλιμνα . Αποφάσισαν να την κηδέψουν στα Παπούλια ,σχήματισαν μια πομπή , με βρισιες και κατάρες για την γυναίκα που κατάστρεψε τα υπάρχοντα τους τράβηξαν για τα Παπούλια. Το ακριβές σημείο της ταφής της έως σλημερα παραμένει άγνωστο. Η λαική μούσα όμως περιέγραψε σε τραγούδι που τραγουδήθηκε σε όλη την Μεσσηνία τον θάνατο και την μεταφορά της σορού της Γκριντάφος και έλεγε τα εξής :
- Η ζωή εν τάφω
- Πέθανε η Γκριντάφο
- Και την πήγαν στα Παπούλια
- Με σκυλιά και με Γαιδούρια
- Κότες κακαρίζοντας
- Και σκυλιά γαυγίζοντας

Το μοσχάρι και ο διάβολος

Οι γυναίκες, κουρασμένες από τις καθημερινές οικιακές και αγροτικές δουλειές και επειδή η παραμονή τους στα καφενεία του χωριού ήταν κοινωνικά ανεπίτρεπτη, συγκεντρώνονταν τα βράδια στα γειτονικά σπίτια και γνέθοντας με τη ρόκα και πλέκοντας στον αργαλειό για να περάσει η ώρα τους έλεγαν διάφορες ιστορίες και παραμύθια. Οι περισσότερες ιστορίες τους είχαν να κάμουν με τα ξωτικά, τα στοιχειά και τα φαντάσματα. Μιλούσαν για τις νεράιδες, τα δαιμόνια, τους αράπηδες και τους καλικάντζαρους. Τα έλεγαν με τόση πειστικότητα, που έκαναν τους συνομιλητές τους να τα πιστεύουν. Και όταν το βράδυ που σκοτείνιαζε και πήγαινε να περάσει κανείς από το μέρος που έλεγαν ότι συνέβη το περιστατικό φοβόταν και νόμιζε ότι το φάντασμα θα παρουσιαστεί μπροστά του. Τις είδα εγώ τις νεράιδες στα βαενάκια που χόρευαν, έλεγε η θεια- Παναγιώτα. Ήταν ψηλές κοπέλες, πολύ όμορφες, με μακριά ξανθά μαλλιά, φορούσαν άσπρα φορέματα με λεπτά πέπλα στα κεφάλια τους. Μπροστά χόρευε μια μεγαλωμένη γυναίκα, όμορφη και σπαθάτη. Φαίνεται θα ήταν η βασίλισσα τους, η κυρα-Κάλω. - Καλά, τις είδες; τη ρώτησε μια άλλη γυναίκα. Τι σημασία έχει αν τις είδα; Είδα τον τρελό ανεμοστρόβιλο που σηκωνόταν μέχρι τον ουρανό και μέσα σ' αυτόν έβλεπα τις σκιές τους και άκουγα τα τραγούδια τους. Ηταν πραγματικές σειρήνες. Δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω τα λόγια τους. -Πού να σου μολογάει ο Νικολής ο δικός μου! λέει η Θεια- Γεωργία. Προχθές το βράδυ, που ερχόταν από τον Παλιόμυλο, άκουε κάτω στο «κεραμίδι» να παίζουν βιολιά και κλαρίνα και να χτυπάν τα τούμπανα. Γινότανε χαμός! Τι πάτε μακριά, λέει η Θεια- Μαριώ. Πέρυσι τον κακομοίρη τον Κώστα τον Αθανασόπουλο κει κάτω στην Ψάθρα που πότιζε δεν αρχίσανε να τον πετροβολάνε και παρ' ολίγο γλίτωσε από τις νεράιδες; Εκείνη τη στιγμή ερχόταν ο πατέρας μου από το καφενείο, άκουσε τη συζήτηση και αφού καλησπέρισε τις γυναίκες, τους διηγήθηκε τι συνέβη με τον Λιά τον Καλύβα στα Λουτρά: Ήταν ανήμερα της Αγίας Σωτήρας που πότιζα το περιβόλι μου .Ήξερα ότι ο Καλύβας θέλει να ποτίσει το βράδυ στα Λουτρά Πήγα, λοιπόν, το βράδυ με το σκοτάδι στη δέση της Αγίας Σωτήρως και κρύφτηκα πίσω από την εκκλησιά σε ένα φράχτη με φραγκοσυκιές. Κατά τα μεσάνυχτα που είχε βγει το φεγγάρι, βλέπω έναν άνθρωπο να έρχεται από τα Λουτρά , να κάθεται, επάνω στη δέση και να λέει με χαμηλή φωνή: «Να το κόψω... να μην το κόψω...» (εννοούσε το νερό). Αμέσως αρχίζω με το ένα χέρι να του πετάω πέτρες και με το άλλο κρατώντας ένα ξύλο, να χτυπάω έναν τενεκέ. «Παναγιά μου! Χριστέ μου! Σώσε με», ούρλιαξε ο Καλύβας. Και ενώ πήγαινε να σηκωθεί για να φύγει, έπεφτε κάτω. Υστερα από λίγο κατόρθωσε να σταθεί όρθιος και το 'βαλε στα πόδια τρέχοντας προς το χωριό . Μετά από ένα τέταρτο της ώρας περίπου πήρα τον δρόμο και εγώ για το χωριό. Θέλετε να σας πω τι έπαθα μετά;
Ακούστε: Φτάνοντας στα αβάπτιγα παιδιά -που λένε ότι υπάρχουν σμυριδάκια-σταμάτησα και είπα σιγανά: «Αν υπάρχουν σμυριδάκια, ας έρθουν μπροστά μου τώρα». Εκείνη τη στιγμή στη στροφή του Αη Γιώργη βλέπω να βγαίνει ένα μοσχάρι λιάρο, πλουμιστό και να κατευθύνεται προς εμένα. Τα έχασα! Φοβήθηκα! Οι τρίχες του κεφαλιού μου σηκώθηκαν όρθιες και το κεφάλι μου βούιζε. Συνήλθα αμέσως και είπα στον εαυτό μου: «Αλέξη, τα ήθελες και τα έπαθες». Σκέφτηκα ότι είμαι χαμένος, αλλά πρέπει να πολεμήσω μέχρι θανάτου. Είχα στα χέρια μου ένα ξύλο. Το σηκώνω και δίνω με δύναμη μια στο μοσχάρι. Εκείνο βέλαξε και το 'βαλε στα πόδια, τρέχοντας προς το χωριό. Πήρα θάρρος! Νίκησα τον διάβολο, είπα μέσα μου. Άρχισα να κυνηγάω το μοσχάρι. Εκείνο μπροστά κι εγώ τρέχοντας πίσω του. Έφτασε στο χωριό και μπήκε στο στάβλο του Μαρκοκοπαναγιώτη. Τότε φωνάζω τον Παναγιώτη. Εκείνος βγήκε στην πόρτα και μου λέει: «Τι... τι... τι... θέλεις, ρε τρελέ Αλέξη; Του είπα: «Παναγιώτη, έλα τώρα! Ο διάβολος μπήκε στο στάβλο σου».Παίρνει στα χέρια του ένα φανάρι και μπαίνουμε μαζί μέσα στο στάβλο. Εκεί βλέπω το μοσχάρι. Νάτος, του λέω, ο διάβολος. Και σήκωσα το ξύλο να το χτυπήσω. «Μη... μη... μη... σκοτώνεις το μοσχάρι μου, δεν είναι διάβολος. Το είχα χάσει. Μου είχε ξεφύγει από το χωράφι στην Παναγίτσα που έβοσκε από εχτές το απόγιομα. Βλέπετε, κυράδες. Ούτε τον Καλύβα τον χτύπησαν τα φαντάσματα, ούτε το μοσχάρι ήταν διάβολος. Δεν υπάρχουν ξωτικά, στοιχειά, φαντάσματα. Εμείς τα φανταζόμαστε ως αληθινά, ενώ δεν υπάρχουν όλα το μυαλό μας τα δημιουργεί και οι συμπτώσεις.

Το προξενιό του Φακά στο χωριό μας

Είχε την ατυχία να χάσει νωρίς την πρώτη του γυναίκα , το βράδυ που την ξενυχτούσαν μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο σπίτι του.Αυτός ήπιε πάρα πολύ ,ξεχάστηκε και έτσι όπως ήταν πιωμένος ,έβλεπε τον κόσμο και νόμισε ότι ήταν σε γλέντι.Έβαλε το χέρι στο κεφάλι και άρχισε τον αμανέ ,Αμάν αμάν και τρείς αμάν τρόμαξε ο κόσμος να τον συνεφέρει.Σε ηλικία 60 ετών θέλησε να ξαναπαντρευτεί,και ο Σ.Π. από το χωριό μας του έκανε το προξενιό με την Κ.Κ συγχωριανή μας.Θα ντυθείς του είπε θα βάλεις γραβάτα και καπέλο και θα με περιμένεις αύριο στις 10 να πάμε στου σκάρμηγγα να σε γνωρίσει η νύφη.Την άλλη μέρα στην στάση του Λιακόπουλου δύο καλοντυμένοι κύριοι κάνανε βόλτες , ο Φακάς έβλεπε τον Σ.Π και ο Σ.Π τον Φακά αλλά δεν γνωριζόντουσαν γιατί όταν συζητούσαν την προηγουμένη μέρα φορούσαν τα ρούχα της δουλειάς και σήμερα ήταν με κοστούμια.
Πέρασε το λεωφορείο δεν μπήκαν μέσα και στο τέλος την …ψυλλιάσθηκαν ,ρε φ'ιλε δεν είσαι ο Φακάς λέει ο προξενητής ,ναι ρε εγώ είμαι λέει ο Φακάς , το φυσούασν και δεν κρύωνε το χουνέρι τους.
Κάθισαν ήπιαν τα κρασάκια τους και πήραν το απογευματινό λεωφορείο,έφθασαν στο σπίτι της νύφης αφού συζήτησαν και έδωσαν τα χέρια το έριξαν στο γλέντι με την νύφη να είναι όλο σούρτα φέρτα.
Η ηλικία της φαινόταν για πάνω από 70 .Ο Φακάς της έλεγε μην σε νοιάζει εσένα , θα σου πάρω και πυτζάμες και μπιχλιμπίδια θα σε κάνω βασίλισσα να βάζεις και κοκκινάδια να σκάνε ούλοι.
Το σπίτι ήταν ισόγειο , κάποια στιγμή από το πολύ ποτό ο Φακάς θέλησε να πάει για κατούρημα του λέει ο κουμπάρος πίσω έχει αυλή και κάτι ξύλα εκεί είναι η πόρτα τράβα.Σε λίγο του φωνάζει ο κουμπάρος, ρε κουμπάρε τι καιρό έχει έξω, πρέπει να έχει πολύ συννεφιά και το πάει για βροχή πέφτουν ψιχάλες και στα πόδια μου απαντάει ο Φακάς βγαίνοντας από την πόρτα της ….ντουλάπας απέναντι από το πολύ ποτό μπέρδεψε τις …πόρτες και είχε μπει στην ντουλάπαΤο γλέντι συνεχίστηκε όλη νύχτα , βγαίνοντας έξω για να φύγει ο φακάς για το χωριό του, λέει στον κουμπάρο…Πού να σε πάρει ο διάβολος ,ούλο έλεγες να κοιμηθώ και να κοιμηθώ .Δεν ρώταγες τουλάχιστον αν φορούσα σώβρακο..
Την άλλη Κυριακή είχαν κουβαλήσει τα προικιά είχε σφάξει και την στέρφη την γίδα ,είχε στείλει καλέσματα σε όλο το χωριό φόρεσε και το γαμπριάτικο κουστούμι και ξεκίνησαν για την εκκλησία στο χωριό μας τραγουδώντας να πάρουμε την δασκάλα την δασκάλα να την πάμε στα νησιά σε όλη την διαδρομή.
Δεν έμεινε τσακάλι για τσακάλι σε όλο τον δρόμο .Έφθασαν στο χωριό μας η νύφη περίμενε στην εκκλησία. Είχε βάλει τα κοκκινάδια της και τις πούδρες της φορούσε το νυφικό της ήταν μια κούκλα.
Ο Φακάς όταν την είδε τα έχασε νόμισε ότι του έφεραν άλλη νύφη .Τούτη ήτανε ωραία ενώ αυτή που είχε δει έλεγε στον κουμπάρο ότι ήταν λίγο γκαβή.
Έκανε το κορόιδο και δεν είπε κουβέντα .Σκέφθηκε ότι μπορεί να είχε και άλλη αδελφή και του την δώσανε γιατί τον είδαν ότι ήταν καλό παιδί.
Ο γάμος άφησε ιστορία το τι κουφέτα τι κυπαρισσόμηλα και τι ρύζια έπεσαν δεν λέγετε .
Τελείωσε η τελετή και ο ιππότης Φακάς έβαλε την καλή του να καθίσει γυναικεία στο στο σαμάρι και αυτός στα καπούλια.
Δίνει βιτσιά στο άλογο μα αυτό δεν ξεκινούσε .κάποιος τράβηξε το καπίστρι το ξέβγαλε και ο Φακάς έπιασε το τραγούδι Εγώ θα πάω στα Γιάννενα αφήνω για στις όμορφες και για στις μαυρομάτες

Φορτίο με ….μπακαλιάρους

Δεκαετία του 1970 τα ψώνια των κατοίκων γίνονται συνήθως από τα μπακάλικα του χωριού μας. Κάποια μέρα σε εφαρμογή μίας ιδέας του Ε.Μ αρχίζει η ιστορία του …μπακαλιάρου. Πηγαίνει ο Ε.Μ στο μπακάλικο του Γ.Μ και με σοβαρό ύφος του λέει ,βάλε μου δύο φέλια βακαλάο ( ενώ γνώριζε ότι βακαλάος δεν υπήρχε και είχε τελειώσει) . Συγνώμη του λέει ο μπακάλης , εχτές έδωσα τον τελευταίο αλλά αύριο θα φέρω. Δεν πειράζει του λέει ο Ε.Μ θα πάω στο απέναντι μαγαζί και θα πάρω , περνά μισή ώρα μπαίνει άλλος …πελάτης από την παρέα . Βάλε μου δύο φέλια βακαλάο λέει λέει στο μπακάλη ,τα ίδια αυτός ,έδωσα χτες τον τελευταίο αλλά αύριο θα έχω του λέει. Δεν πειράζει του λέει ο πελάτης θα πάω στον απέναντι να πάρω. Η σκηνή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές με τους δήθεν πελάτες και όσο ακούει για το απέναντι μπακάλικο τα νεύρα του Γ.Μ έχουν κτυπήσει ..κόκκινο. Υπολογίζει και τα χρήματα που έχει χάσει και τρελαίνεται ,όλη νύχτα δεν τον κολλάει ύπνος. Τι έπαθαν όλοι σήμερα που μου τελείωσε εμένα και ζητάνε βακαλάο λέει στη γυναίκα του . Πρωί –πρωί ξεκινάει για Καλαμάτα ,αγοράζει 50 κιλά βακαλάο και γεμίζει το μαγαζί.Πελάτης όμως να αγοράσει βακαλάο ----έκανε καιρό να εμφανιστεί

Ύπνος πάνω στο …κυπαρίσσι

Ο αείμνηστος Β.Μ δεν χόρταινε τον ύπνο. Η ημερήσια κούραση στα χωράφια και το βραδινό ξενύχτι στο καφενείο τον έκαναν όπου βρεθεί και εύρισκε ελάχιστο ελεύθερο χρόνο να κλείνει τα μάτια και μέσα σε δύο λεπτά να ..ροχαλίζει.. Είναι η εποχή του μαζέματος των ελιών .Ο Β.Μ ανεβασμένος στη κορυφή μίας ελιάς με την δέμπλα του ραβδίζει . Κάποια στιγμή του λέει η γυναίκα του Β.. πάω λίγο δίπλα να αλλάξω τις γίδες και έρχομαι .Ξεκινά πηγαίνει αλλάζει τις γίδες και σε 10 λεπτά επιστρέφει, επικρατεί απόλυτη ησυχία ,κοιτάζει επάνω στην ελιά δεν βλέπει τον Β.. κοιτάζει δεξιά κοιτάζει αριστερά πουθενά …άφαντος ο Β.. Αρχίζει να φωνάζει ανήσυχη Β.. που είσαι , απάντηση καμμία. Φωνάζει ποιο δυνατά ,κάποια στιγμή μετά από μερικά λεπτά ακούει τη φωνή του από ψηλά ,πάνω από ένα κυπαρίσσι ,που είχε γείρει και ακουμπούσε στην κορυφή της ελιάς… Τι φωνάζεις μωρέ εδώ πάνω είμαι βρήκα μαλακωσιά και είπα να …πάρω έναν υπνάκο..

Παπούτσια χωρίς …σόλες

Ξεκινά ο Β.Μ για ψώνια και άλλες δουλειές στην Καλαμάτα. Παίρνει το πρωινό λεωφορείο φθάνει στην Καλαμάτα κάνει τα αναγκαία ψώνια για το μαγαζί ,περνά από ένα κατάστημα υποδημάτων και αγοράζει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Του άρεσαν τόσο που τα φόρεσε αμέσως στο κατάστημα , 'εβαλε τα παλιά σε μία τσάντα ,πήρε το μεσημεριανό λεωφορείο και έφθασε στο χωριό. Άφησε τα ψώνια στο μαγαζί και πήγε κουρασμένος στο κρεβάτι του να κοιμηθεί λίγο να ξεκουραστεί .Ο ύπνος τον πήρε αμέσως όπως ξάπλωσε ,δεν έβγαλε ούτε τα παπούτσια από τα πόδια του. Πηγαίνοντας η γυναίκα του στο δωμάτιο και βλέποντας τον να κοιμάται με τα …παπούτσια του τα έβγαλε. Κάποια στιγμή ξύπνησε ,κατεβάζει τα πόδια από το κρεβάτι ,πατάει στο τσιμέντο και τα πόδια του ..πάγωσαν. Βάζει αμέσως τις φωνές …ρε γυναίκα οι κερατάδες μου πουλήσανε παπούτσια χωρίς …σόλες

Στην μνήμη του Φακά

Μία από τις αυθεντικές ιστορίες αναφέρεται στον γαμπρό του χωριού μας Φακά στον δεύτερο γάμο του. Από τον πρώτο του γάμο είχε αποκτήσει πέντε παιδιά τα οποία ακολούθησαν τον δρόμο της ξενιτιάς για ένα καλύτερο μέλλον.Ο ένας μαζί με την αδελφή του εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Μελβούρνη της Αυστραλίας ,ο άλλος μπάρκαρε στα καράβια και σε κάποιο ταξίδι του έριξε άγκυρα στην Νέα Υόρκη ανοίγοντας κάποιο μαγαζί. ο τέταρτος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και ο τελευταίος έμεινε στο χωριό. Κάποτε στα παιδικά τους χρόνια τα παιδιά του Φακά , (όπως άλλωστε έκαναν οι περισσότεροι από εμάς )είχαν φτιάξει στην αυλή τους ( πάνω σε μία μουριά ) μια καλύβα την οποία είχαν ντύσει με φτέρες ,για να κοιμούνται τα καλοκαιρινά βράδια. Κάθε πρωί από τις φωνές του Φακά ξυπνούσε όλη η γειτονιά μα τα παιδιά του όχι. Ο Φακάς είχε αγανακτήσει ,κάποια μέρα που τους χρειαζόταν στην σταφίδα να τον βοηθήσουν τους φώναζε για να ξυπνήσουν να πάνε μαζί του για δουλειά. αυτά ατάραχα άλλαζαν πλευρό συνεχίζοντας τον ύπνο τους .ο Φακάς θόλωσε βρήκε μπροστά του μια αφάνα ,την άναψε και πήγε κάτω από την καλύβα ,οι ξερές φτέρες άρπαξαν αμέσως φωτιά . Τα παιδιά αλαφιασμένα πηδούσαν ένα –ένα κάτω από την καλύβα όπου τα περίμενε ο Φακάς με μια * λούρα στα χέρια ,αφού έφαγαν τις σχετικές λουριές έτρεξαν μαζί του στην σταφίδα. Κάποια στιγμή ο Φακάς βρέθηκε κατηγορούμενος στο δικαστήριο μετά από μήνυση που του υπέβαλλε συγχωριανός του για τις ζημιές που είχαν κάνει τα παιδιά του στο περιβόλι του. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου με έντονο ύφος λέει στον Φακά . Καλά τι σόι πατέρας είσαι εσύ που δεν μπορείς να βάλεις σε τάξη τα παιδιά σου. Τον κοιτάζει στα μάτια ο φακάς και με λόγια όλο παράπονο του λέει . Κύριε Πρόεδρε , ξέρεις εσύ άλλον πατέρα να έβαλε φωτιά να κάψει τα παιδιά του ; εγώ το έκανα και αυτό είναι να μην σου ντρέξει ( τύχει ) που λένε. Πέρασαν τα χρόνια έχασε την πρώτη του γυναίκα ,παντρεύτηκε την δεύτερη στο χωριό μας ,( απέκτησε μαζί της δύο κορίτσια ) τα παιδιά έφυγαν σε νέους τόπους και αυτός συνέχιζε να καλλιεργεί τις ελιές και το σταφιδάμπελο . Κάποια κρύα μέρα του χειμώνα κλαδεύοντας το αμπέλι του ,η καρδιά του τον πρόδωσε ,άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Ειδοποιήθηκαν τα παιδιά του και γύρισαν αμέσως να του πουν το τελευταίο αντίο, την παραμονή της κηδείας του ήταν όλα εκεί. Γύρω στα μεσάνυχτα έφυγε ο κόσμος από το σπίτι και έμειναν μόνοι ,η βραδιά δεν περνούσε ,κάποιος από τα παιδιά για να σπάσει την μονοτονία έριξε την ιδέα . Ρε αδέλφια ο πατέρας πέθανε αλλά ήταν άνθρωπος του κεφιού δεν πάμε και εμείς στα μπουζούκια τώρα που μαζευτήκαμε να θυμηθούμε τα παλιά ; Συμφώνησαν μαζί του και οι υπόλοιποι , πέταξαν το πένθος έβγαλαν τις μαύρες γραβάτες και τράβηξαν για το μπουζουξίδικο της περιοχής . Έπιασαν ένα γωνιακό τραπέζι ,παράγγειλαν ένα μπουκάλι ουίσκι σε λίγο ήρθε και το δεύτερο ,ήρθαν στο τσακίρ κέφι ,έριξαν τις ζειμπεκιές τους αλλά ξημέρωνε και ήταν η ώρα του λογαριασμού . Ο πρώτος την κοπάνησε κρυφά, σε λίγο βγαίνει ο δεύτερος να δεί που πήγε ο πρώτος Ο τρίτος όλο νεύρα και φωνάζοντας δυνατά να ακουστεί ,που στο διάολο πήγαν και αργούν να γυρίσουν ,βγήκε και αυτός να τους βρεί αλλά δεν ξαναγύρισε . Ο τελευταίος αφήνοντας τα τσιγάρα του και τον αναπτήρα του πάνω στο τραπέζι πήγε να δεί τι στο καλό έγιναν όλοι ,εξαφάνιστηκε και αυτός και ο λογαριασμός έμεινε απλήρωτος. Αν ζούσε ο μακαρίτης και έβλεπε τα κατορθώματα των παιδιών του θα έλεγε : Είναι να μην σου ντρέξει ( τύχει ) κύριε Πρόεδρε ,είναι να μην σου ντρέξει.

Η παλιά βρύση και οι .ορμές

Εποχή του 1950 το χωριό μας δεν είχε ακόμα υδραγωγείο,
Το μοναδικό μέρος ύδρευσης ήταν η παλιά βρύση , με την μικρή της λίμνη και τα δύο πέτρινα πεζούλια.
Έφθαναν οι γυναίκες με τις στάμνες και με τα άπλυτα ρούχα για νερό και για μπουγάδα.
Καθόντουσαν στην σειρά ,άλλες να γεμίσουν τις στάμνες και άλλες να πλύνουν .
Ο Σ.Μ πήγαινε καθημερινά και αυτός να πάρει νερό και να θαυμάσει τα …γυναικεία κάλλη
Κάποια μέρα που η παλιά βρύση ,ήταν γεμάτη γυναικόκοσμο ,ο Σ.Μ είχε κρυφθεί πίσω από ένα φράχτη και κρυφοκοίταζε τα …γυναικεία πόδια που τσαλαβουτούσαν στην λιμνούλα.
Οι ορμόνες του κτύπησαν …κόκκινο με τρόπο άρπαξε ένα παγούρι από την άκρη του πεζουλιού , έβαλε το γενετήσιο όργανο του στην τρύπα του …παγουριού και συνέχιζε το ..οφθαλμολουτρό του.
Κάποια στιγμή ,έγινε αντιληπτός από τις γυναίκες και όλες μαζί έτρεξαν προς το μέρος του .
Ο Σ..Μ. προσπάθησε να τρέξει να ..σωθεί αλλά η γυναίκα ήθελε το παγούρι της που παρέμενε σφηνωμένο στο .. γενετήσιο εργαλείο του .
Οι γυναίκες κτυπούσαν με ότι έβρισκαν τον Σ.Μ και η κάτοχος του παγουριού τραβούσε το …παγούρι ενώ ο Σ.Μ ούρλιαζε από τον πόνο.
Τελικά κατόρθωσαν να του αποσπάσουν το παγούρι και ο Σ. κατόρθωσε να .διαφύγει.

Οι ….Δορυφόροι

Τέλος της Δεκαετίας του 1950 αρχίζει η κατασκευή και αποστολή των πρώτων δορυφόρων από Σοβιετικούς και Αμερικάνους στο διάστημα.Κύριο θέμα συζήτησης στα καφενεία του χωριού μας το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός.Φόβος των περισσοτέρων είναι όμως τι θα γίνει αν πέσουν από τον …ουρανό αυτοί οι δορυφόροι και τους έρθουν στα …κεφάλια.Μεγάλος ο προβληματισμός και ο φόβος συνάμα.Ατελείωτες ώρες συζητήσεων αλλά λύση δεν υπάρχει ,ευχή όλων είναι να μην τους βρει αυτό το μεγάλο κακό.Μετά από συζήτηση αρκετών ωρών ,μέσα στο μισοσκόταδο που επικρατεί ,ξεκινά ο Δ.Μ για το σπίτι του. Φθάνοντας μπροστά στην εκκλησία ,του έρχεται κάτι στο κεφάλι με τρομερή δύναμη του φεύγει η τραγιάσκα και αυτός πέφτει ανάσκελα στο χώμα.Βάζει τις φωνές …Βοήθεια χωριανοί με έφαγαν οι δορυφόροι.Ποιοι ήταν οι …δορυφόροιΉταν ένας …μπούφος που κάποιος είχε σκοτώσει το ταίρι του και αυτός ζητούσε ….εκδίκηση

Ο Δράκος του …Σέιχ –Σού στο χωριό μας

Τέλος Δεκαετίας του 1950 ο Σ.Μ στρατιωτικός ακόλουθος στην Γαλλία φέρνει στον αδελφό του Α.Μ μία αποκριάτικη μάσκα με αποκρουστική όψη.Την εποχή εκείνη έχουν γίνει τα εγκλήματα στο δάσος του Σέιχ –Σού στην Θεσσαλονίκη ,η πληροφόρηση πολύ λίγη και έχει δημιουργηθεί ο μύθος του ανθρωπόμορφου δράκου, που κυκλοφορεί και ρουφάει ανθρώπινο αίμα.Φοράει την μάσκα ο Α.Μ κάνει μία βόλτα στο χωριό τον βλέπουν και αμέσως διαδίδεται από στόμα σε στόμα ότι ο ….δράκος κυκλοφορεί στο χωριό μας.Αμέσως όλοι τρέχουν να κλειστούν στα σπίτια τους να αμπαρώσουν πόρτες και παράθυρα να γλιτώσουν από τα νύχια του.Πρώτος φθάνει στο σπίτι του ο Α.Γ ,αρχίζει να καρφώνει παράθυρα και πόρτες ,σε λίγο φθάνει στο σπίτι και ο αδελφός του Π.Γ του κτυπά την πόρτα και του λέει …άνοιξε γρήγορα να περάσω και εγώ μέσα.Απαντά από μέσα ο ….ταμπουρωμένος Α.Γ , και που ξέρω ότι είσαι ο αδελφός μου και δεν είσε ο …δράκος .Γι αυτό καλύτερα αν είναι να μας ….φάει και τους δύο , καλύτερα να φάει εσένα.Τελικά τον άφησε απέξω.Ο……Δράκος Α.Μ είχε βγει όμως βόλτα στο χωριό ,φθάνει στο σπίτι του Π.Μ που δεν είχε προλάβει να το αμπαρώσει, είναι στην κουζίνα και ετοιμάζεται για φαγητό.Όταν τον βλέπει του λέει …δράκε έχω μαγειρέψει αρνάκι ψητό ,πάρτο και φύγε άσε με όμως να ζήσω, και πήγαινε στο σπίτι του Λ.Β. έχει πολύ καλό κρασί , φάε πιες και άσε μας μόνο να ζήσουμε. Μάτια ο Α.Μ προσπαθεί να του εξηγήσει ότι δεν είναι …δράκος και είναι ο ξάδελφος του Α.Μ αυτός όμως είναι αμετάπειστος .Πάρτο και φύγε του λέει δεν έχω τίποτα άλλο λυπήσου με.Τη λύση αναλαμβάνει να δώσει ο …..ατρόμητος παλικαράς του χωριού μας Τ.Γ οπλίζει το όπλο του και στήνει καρτέρι να σκοτώσει τον δράκο στην γωνία του σπιτιού της Γιωργίτσας .Έχει προχωρήσει η νύχτα ,απόλυτο σκοτάδι και ο ατρόμητος Τ.Γ. στο ….καρτέρι .Κάποια στιγμή ακούει ένα μακρόσυρτο σιγανό μπούμμ …Πετάει το όπλο και το….. βάζει στα πόδια μέσα στο πυκνό σκοτάδι.Δεν ήταν ο δράκος αλλά τα …..αέρια που είχε αφήσει στο απέναντι οικόπεδο ο …γάιδαρος του Ν.Τ.Τελικά την μάσκα την κατέστρεψε η γυναίκα του Α.Μ και έδωσε τέλος στην ….απομόνωση των χωριανών μας.

Ο θηροφύλακας και η * γαλότσα *

Χειμώνας ,κοντεύει να ξημερώσει ο Α.Δ περπατά μέσα στο μισοσκόταδο ,ρίχνοντας τα αγκίστρια του ,για τσίχλες στις σοφάδες.Έχει φθάσει στην πηγή του πολίτη στην βαμβακούλα ,ο δρόμος από την νυχτερινή βροχή ,που συνεχίζεται ακόμα είναι αδιάβατος.Τα χώματα από τις εκχερσώσεις στο λυκοβούνι ,έχουν μεταφερθεί εδώ.Η λάσπη φθάνει το μισό μέτρο.Ξαφνικά μπροστά του εμφανίζονται Δύο θηροφύλακες με προτεταμένα τα όπλα.ʼΑλτ ακίνητος του φωνάζουν ,μην προσπαθήσεις να φύγεις ,θα πυροβολήσουμε.Ο Α.Δ σαστίζει προς στιγμή , σκέφτεται ότι αν παραδοθεί οι συνέπειες θα είναι μεγάλες.Αποφασίζει να φύγει ,κολλάει όμως στην λάσπη ,η μία *γαλότσα δεν βγαίνει μένει μέσα , βάζει τα χέρια στην λάσπη και …ξεκολλάει ,σχεδόν ξυπόλητος προσπαθεί να περάσει μέσα από μια *πατουλιά από βάτα , ύψους 2.5 μέτρων .Ακούει πίσω του ένα πυροβολισμό ,σχίζεται από τα βάτα ,ματώνει ,καταφέρνει και ανοίγει δρόμο.Φθάνει στο ποτάμι ,τα νερά είναι ορμητικά και ξεπερνούν σε ύψος τα 2 μέτρα, δεν πτοείται πέφτει μέσα ,κολυμπά με τα σχισμένα του ρούχα ,επιτέλους βγαίνει απέναντι στα Ρουσέικα.Αφού νοιώθει πλέον ασφαλής ,γυρνάει προς την πλευρά των θηροφυλάκων στην απέναντι όχθη , και τους λέει με χαρακτηριστική κίνηση των χεριών του.Θέλατε να με πιάσετε μαλάκες …..νααα τώρα πιάστε τον….Περιττό είναι να τονίσω ότι έφθασε τρέχοντας στο χωριό με …..μία γαλότσα.

Η γριά με την σκούπα στο ποτάμι

Περασμένα μεσάνυχτα ,άγριο σκοτάδι στις μέρες της αποκριάς ,κατάκοπος ταξιτζής από το χωριό μας επιστρέφει από την Χώρα .Στην στροφή μετά το γεφύρι βλέπει ξαφνικά στον δρόμο μία καμπουριασμένη γριά να σκουπίζει τον δρόμο, με μια παλιά (σαρωματίνα)τρομαγμένος προσπαθεί να την αποφύγει, πέφτει στο χαντάκι η ρόδα του αυτοκινήτου, το επαναφέρει και η γριά ατάραχη ,συνεχίζει το έργο της .Φθάνει στο χωριό στο καφενείο , λέει στον καφετζή βάλε ένα ποτό ,το πίνει μονορούφι ,βάλε και δεύτερο το πίνει και αυτό ,συνέρχεται και ρωτάει τους θαμώνες .βρέ παιδιά μήπως πέρασαν από εδώ τίποτα μασκαράδες , πρίν από λίγο, και τους εξιστορεί την ιστορία με την γριά .Σκασμένοι στα γέλια οι άφοβοι (εκ του ασφαλούς θαμώνες) αρχίζουν να του λένε ότι μάλλον είχε καταναλώσει αρκετή ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών στην χώρα και όλα αυτά ήταν αποκυήματα της φαντασίας του .Τους προκαλεί λοιπόν να πάνε μαζί του, όλοι αυτοί οι θαρραλέοι , στο γεφύρι να δουν αν πράγματι συνεχίζει η γριά να είναι εκεί .Ξεκινούν όλοι και σε λίγο φθάνουν , κατεβαίνουν από τα αυτοκίνητα τους και ακούν φωνές ,θορύβους και κλαδιά να σπάζουν μέσα στην κοίτη του ποταμού .Επιστρέφουν στα αυτοκίνητα τους τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι, γυρίζουν στο καφενείο και χρειάστηκαν δεκαπλάσια ποτά για να συνέλθουν.

Η Ρουσσογιώργαινα

Το καμμένο σπίτι του Παν.Γαιτάνη ( Πίττας) σήμερα, ανήκε στην οικογένεια του Γεωργίου Ρούσσου .Μετά τον θάνατο του η γυναίκα του αυτοκτόνησε στο υπόγειο του σπιτιού κάποια χειμωνιάτικη νύχτα.Το καλοκαίρι ο νεροφύλακας , φέρνει το νερό της Αγιά Σωτήρας στον Σ.Μ να ποτίσει το περιβόλι του που είναι πλησίον του σπιτιού , περασμένα μεσάνυχτα.Φθάνοντας στο περιβόλι ο Σ………ος αρχίζει να κόβει το νερό στα αυλάκια , ξαφνικά από την πρώτη πορτοκαλιά πηδάει μία φιγούρα φωνάζοντας .Σ……ο είμαι η Ρουσογιώργαινα απόψε θα σε πάρω ,πανικόβλητος ο Σ………ος προσπαθεί να φύγει αλαφιασμένος φθάνοντας στην δεύτερη πορτοκαλιά άλλη φιγούρα να πηδάει φωνάζοντας τα ίδια ,τρέχοντας ο καταϊδρωμένος Σ…….ος πετάει το ξινάρι και προσπαθεί να φθάσει στην έξοδο του περιβολιού το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και πάλι .Φθάνει στον δρόμο ,αρχίζει τρέχοντας να κατευθύνεται στο σπίτι του αφήνοντας το πότισμα στην ..μέση , ο δρόμος όμως περνάει δίπλα από το σπίτι της Ρουσογιώργαινας ,αυτό, στην τρομάρα του δεν το είχε σκεφθεί Όταν πλησίασε το σπίτι πάλι μία φιγούρα επαναλαμβάνει την ίδια σκηνή με κομμένα πλέον τα πόδια από την τρομάρα γυρίζει πίσω και τρέχοντας βγαίνει στον κεντρικό δρόμο και κατορθώνει να φτάσει επιτέλους σπίτι του δίνοντας τέλος στην βραδινή του περιπέτεια .Περιττό είναι να τονίσω ότι από τότε δεν ξαναπότισε ποτέ βράδυ

Ο Παπάς της Νύχτας με τα …χαρχάλια του

Κάθε βράδυ γνωστός συγχωριανός μας που επηρεάζεται από ιστορίες παραφυσικών φαινομένων σε υπερβολικό βαθμό ,συνηθίζει να φεύγει από την ταβέρνα πάντα πριν τις 23.00 Το ίδιο έπραξε και αυτό το βράδυ ,φθάνοντας με αργά βήματα στο σπίτι του Ηλία Πετρόπουλου και περνώντας τον δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του Ν,Ταγκαλάκη ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε ,να τον λιβανίζει ,αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς ,ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως .Βάζει τις φωνές ,(βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του ) βλέπει φως στο σπίτι του Μαρίνη Μαθιόπουλου ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα και εξηγεί αλαφιασμένος τι του συμβαίνει .Βγαίνουν όλοι μαζί έξω και βλέπουν τον παπά να τρέχει τώρα αυτός και τα ράσα του να ανεμίζουν ,μέχρι που χάθηκε στο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του Ταγκαλάκη .Από τότε η ώρα αναχώρησης άλλαξε για τον Κ…..α και αν παραμείνει έως αργά στην ταβέρνα η απόσταση των 600 μέτρων έως το σπίτι του γίνεται πάντοτε με ταξί η με ……συνοδεία

Το χέρι στο νεκροταφείο

Στο καφενείο έχει ανάψει η συζήτηση για τα καλά , θέμα αν οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις της εκκλησίας του νεκροταφείου μας που τελείωσαν σήμερα λειτουργούν, λόγω ενός προβλήματος που είχε προκύψει στον πίνακα διανομής .Οι διαφωνίες είναι έντονες και την λύση στο ερώτημα θα δώσει μία επιτόπια έρευνα.Τρεις τολμηροί της παρέας προθυμοποιούνται να πάνε στον χώρο να επιβεβαιώσουν ότι ο ηλεκτροφωτισμός λειτουργεί.Φθάνοντας στο νεκροταφείο διασχίζουν την απόσταση μέσα στο φως των καντηλιών και ο πρώτος ανοίγει την πόρτα της εκκλησίας .Μπαίνοντας προσπαθεί να βρει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί ,τον διακόπτη ψηλαφίζοντας τον τοίχο αριστερά του.Ξαφνικά του αρπάζει το χέρι κάτι δυνατό και ακούγεται μια φωνή …. Είμαι ο χάρος ήρθα να σε πάρω…….Η αντίδραση τους είναι αστραπιαία , πετάγονται έξω και οι τρεις τρέχοντας,Αρχίζουν να κτυπούν πάνω στους τάφους και την απόσταση των 30 περίπου μέτρων έως την έξοδο την διένυσαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου.Αν διερωτάστε τίνος ήταν το χέρι και η φωνή εντός της εκκλησίας …ήταν του Ν.Ν. ακροατή της συζήτησης στο καφενείο από το διπλανό τραπέζι , που έφυγε από τον ποιο σύντομο δρόμο και κρύφτηκε μέσα στην εκκλησία.

Η σκεπή της αποθήκης με τα μυστήρια της

Πριν αρκετά χρόνια ο Χ.Τ είχε κατέβει στο εβδομαδιαίο παζάρι της Χώρας ,όπως έκανε συνήθως .Σε κάποια στιγμή συναντήθηκε με τον Τ.Γ ο οποίος του είπε ότι κάποιος του είπε από το χωριό ότι η ηλικιωμένη μητέρα του Χ.Τ πέθανε.Μέσα στο πόνο του ο Χ.Τ σκέφθηκε να αγοράσει και το φέρετρο για την ταφή της μητέρας του.Το φόρτωσε πάνω στο τρίτροχο σκαπτικό του στην καρότσα και σε μισή ώρα έφθασε στο χωριό .Έξω από το σπίτι του στην αυλή βλέπει την μητέρα του να σκουπίζει , αφού συνήλθε από την ..βουή του αμέσως θέλησε να κρύψει το φέρετρο.Συνέχισε την διαδρομή του και έφθασε στον αχυρώνα που είχε εκτός χωριού το τοποθέτησε επάνω στα …πάτερα και αποχώρησε.Έφθασε ο χειμώνας και ο Σ.Σ είχε βγει για νυχτερινό κυνήγι σπουργιτιών με το αεροβόλο του.Ξαφνικά ξεσπά καταιγίδα ,ψάχνοντας να βρει κάποιο μέρος να προφυλαχθεί βρίσκει τον αχυρώνα του Χ.Τ με την πόρτα μισάνοιχτη, μπαίνει μέσα και κάθισε σε μία γωνία έως να κοπάσει η καταιγίδα ανάβοντας τσιγάρο.Ρίχνοντας όμως το φώς του φακού του στην οροφή ακριβώς πάνω από το κεφάλι του βλέπει το φέρετρο.Περιττό να σας πω ότι την απόσταση του ενός χιλιομέτρου μέσα στην βροχή έως το σπίτι του την διένυσε σε χρόνο ρεκόρ

Ο ύπνος του καφετζή

Χειμωνιάτικο βράδυ στο καφενείο του Β.Μ δύο τραπέζια γεμάτα η λάμπα από ασετιλίνη φωτίζει τον χώρο .Έξω απόλυτο σκοτάδι ακόμα το ηλεκτρικό δίκτυο στο χωριό μας δεν είχε φθάσει.Αφοσιωμένοι όλοι οι θαμώνες στην πόκα και στην πρέφα .Την μονοτονία σπάει ο ήχος από το ροχαλητό του καφετζή που κοιμάται πάνω σε μία καρέκλα στο βάθος.Κάποιος ρίχνει την ιδέα και σβήνουν την λάμπα , επικρατεί απόλυτο σκοτάδι.Κάποιος σκουντάει τον καφετζή, ενώ η παρέα κάνει …ότι παίζει χαρτιά , κέντα λέει ο ένας φούλ της ντάμας ο άλλος πάσο ο τρίτος.Ο αγουροξυπνημένος καφετζής τα ακούει όλα αλλά δεν βλέπει τίποτα και αρχίζει να φωνάζει …βοήθεια ρεεε στραβώθηκα δεν βλέπω ..πάει το φώς μου βοήθεια .Έγινε χαμός ακόμα γελάνε με το πάθημα του.

Ηφαίστειο στο Σκάρμηγγα

Βρισκόμαστε σε μία φθινοπωρινή βραδιά , ο χώρος στα αλώνια σφύζει από παιδιά.Ξαφνικά κάποιο παιδί εντοπίζει απέναντι ,πάνω από την βορόλακα μία εστία φωτιάς .Που μένει σταθερή και δεν εξαπλώνετε στην γύρω περιοχή.Φωνάζουν τον Κ.Σ που μένει απέναντι και ζητούν την γνώμη του για το φαινόμενο.Δεν μπορεί να το εξηγήσει ούτε αυτός και απευθύνεται στον θείο του Τ.Δ που είναι και κοινοτικός σύμβουλος.Κάθονται όλοι μαζί και αγναντεύουν το φαινόμενο ,η φωτιά έχει ύψος 5 περίπου μέτρα ,ο ουρανός να γεμίζει σπιθούρια ,αλλά να παραμένει πάντα σταθερή .Αρχίζουν να κάνουν εικασίες ,κάποιος από την παρέα κάνει την διάγνωση,και συμφωνούν όλοι ότι πρόκειται για έκρηξη …..ηφαιστείου..Ο Κοινοτικός σύμβουλος Τ.Δ θεωρεί υποχρέωση του να ενημερώσει την Προϊσταμένη αρχή του Νομού μας.Τηλεφωνεί στον Νομάρχη Μεσσηνίας και ακολουθεί ο κάτωθι διάλογος.Κύριε Νομάρχα εδώ Τ.Δ κοινοτικός σύμβουλος Μεταμόρφωσης σας ενημερώνω ότι εξερράγη ηφαίστειο στο Σκάρμηγγα , αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε και τον ανηψιό μου τον Κ….α στείλτε γρήγορα ενισχύσεις ..Τελικά το ηφαίστειο ήταν….. παλιά ελαστικά αυτοκινήτων που είχε συγκεντρώσει κάποιος Βλαχοπλαίος στο κτήμα του και θέλησε να τα κάψει

Το κομμένο μπατζάκι

Δεκαετία 1960-70 τα κοστούμια ήταν είδος πολυτελείας .Ο αείμνηστος Τ.Γ είχε κατέβει στην Χώρα στον καλύτερο ράφτη και του έχει πάρει τα μέτρα για το κοστούμι που ονειρευόταν .Του υποσχέθηκε ότι το Σάββατο το απόγευμα θα ήταν έτοιμο γιατί την Κυριακή είχε γάμο. Σάββατο μεσημέρι ο Δ.Α που ΄γνώριζε για το κοστούμι γράφει ένα σημείωμα που λέει ,,,,,,Τ…η συμφορά χίλια συγνώμη αλλά το κοστούμι έχει πρόβλημα έχω κόψει το ένα μπατζάκι ποιο κοντό έλα από εδώ να δούμε τι θα κάνουμε….Πάει στο καφενείο ο Δ.Α βρίσκει τον Τ….η και του λέει μου έδωσε ο ράφτης στην Χώρα αυτό το σημείωμα για σέναΤο ανοίγει ο Τ.. το διαβάζει και χλομιάζει ,σταματάει ένα διερχόμενο Ι.Χ πάει στην Χώρα στο ραφείο και πριν προλάβει ο ράφτης να πει κουβέντα ο Τ…. έχει κατεβάσει όλα τα ….Άγια …ρε μα……α γ….ω τον Χρ…..ο σου ,γ….ω την Π……α σου με κατέστρεψες κλπ..Ο ράφτης άναυδος προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι αυτός δεν είχε στείλει κανένα σημείωμα και ότι το κοστούμι ήταν έτοιμο.Όταν κατάλαβε τι είχε γίνει πήρε το κοστούμι του έφυγε και το ….ευχολόγιο του συνεχίσθηκε στον Δ.Α στο χωριό

Επιτάφιος και …σφαλιάρα

Ο αείμνηστος Τ.Γ ήταν ο ποιο οξύθυμος συγχωριανός μας και ήταν πάντα στο επίκεντρο όλων να τον φέρουν σε κατάσταση παροξυσμού.Μεγάλη Παρασκευή και έρχεται η ώρα της περιφοράς του Επιταφίου .Σηκώνουν τον Επιτάφιο ο αείμνηστος Γ.Π με τον Π.Β .όταν έρχεται η σειρά του Τ.Γ να προσκυνήσει τον Επιτάφιο την ώρα που είχε σκύψει στο εσωτερικό του κάνοντας τον Σταυρό του ,κατεβάζουν πολύ χαμηλά τον Επιτάφιο και σηκώνοντας το κεφάλι του ο Τ.Γ κτυπάει το πίσω μέρος του κεφαλιού του με δύναμη πάνω στο ξύλο του Επιταφίου.Ο πόνος που ένοιωσε καθώς και τα γέλια των πιστών που ακολούθησαν έφεραν τον οξύθυμο Τ…η σε κατάσταση έκρηξης.Δίνει μία σφαλιάρα στον Γ.Π που του έφυγε ο ….Επιτάφιος από τα χέρια λέγοντας του συγχρόνως .Γ….ω την Π…..α σου κωλόπαιδο μην ξανατολμήσεις να κατεβάσεις Επιτάφιο

Λιοτρίβι και ….λάδι

Εποχή μαζέματος της ελιάς ,το * λιτρουβιό* δουλεύει ασταμάτητα νύχτα-μέρα.Η παρέα αρκετά μεγάλη μπροστά στη φωτιά στο καζάνι.Κάποιος ρίχνει την ιδέα, ρε παιδιά αν είχαμε λίγο ψωμί για ψήσιμο με μπόλικο λαδάκι επάνω είναι τρέλα.Προθυμοποιήθηκε ο Ν.Ν να πάει στο χωριό να φέρει.Φεύγει σπινάροντας με το αυτοκίνητο του και σε 10 λεπτά επιστρέφει με τρία κιλά ψωμί.Να ρε σας έφερα μια τσάντα ψωμί φωνάζει .Αρχίζει το ψήσιμο και ο Σ.Π. με αυστηρό ύφος λέει στον Ν….. καλά ρε συ ψωμί έφερες ,λάδι όμως δεν έφερες.Αμέσως απαντά ο Ν. καλά ρε μαλάκες ένα –ένα θα μου τα λέτε, εγώ στο χωριό δεν ξανάπαω που να σκάσετε.Ακόμα γελάνε στην …ομήγυρη

Ο Αρραβώνας και το …ακαλλιέργητο έδαφος

Από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, που είχαν τελειώσει σχολαρχείο στην δεκαετία του 1940 ήταν ο Α.Γ υστερούσε όμως σε …σωματική διάπλαση σχεδόν μικροκαμωμένος..Κάποιος του έκανε προξενιό στο Πουλίτσι της Μεσσήνης ,ντύθηκε στολίσθηκε και κατέφθασε για την πρώτη γνωριμία με την υποψήφια νύφη και πεθερικά.Κάθισαν όλοι μαζί και άρχισαν την συζήτηση ,χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του Α.Γ στον γράφοντα.…Κατάλαβα ότι το έδαφος ήταν ακαλλιέργητο , επειδή υστερούσα σε σωματική ρώμη ,ήθελα να τους εντυπωσιάσω με την πνευματική μου διαύγεια και τις τρομερές μου γνώσεις.Άρχισα λοιπόν να τους ομιλώ για τον Παπαφλέσσα και τον Κολοκοτρώνη για το 1821 για το Βυζάντιο για τον Κων. ΠαλαιολόγοΕντυπωσιασμένος ο πεθερός κάποια στιγμή με διέκοψε λέγοντας ,Γαμπρέ να σε κεράσουμε ένα κρασάκι .Α όχι απάντησα δεν …ρέπω προς οινοποσία.Να σε κεράσουμε ένα λουκουμάκι Α όχι με παρεξήσατε δεν πέρασα από τας ….Πάτρας.Τελικά ο πεθερός ανακοίνωσε σε όλο το ..Πουλίτσι ότι ο Γαμπρός του ήταν φαινόμενο και μάλιστα στις επισκέψεις του στο χωριό ήταν προσκαλεσμένοι σε ….σεμινάρια.

Το 500 σάρικο και ο…. βαρκάρης

Βρισκόμαστε στα 1975 όλοι οι χωριανοί στην Γιάλοβα για μπάνια Ο 12χρονος τότε Δ.Κ μαζί με τον πατέρα του Θ.Κ που δεν ξέρει μπάνιο, αρακτοί στην αμμουδιά .Κάποια στιγμή ο Δ. ξεφεύγει της προσοχής του πατέρα του και ανοίγεται στην θάλασσα .Παλεύοντας με τα κύματα κατορθώνει να φθάσει κολυμπώντας στο νησάκι που είναι στην μέση του κόλπου του Ναβαρίνου .Ο φόβος που ένοιωσε και το …νερό πού ήπιε , τον κάνουν να μην έχει δυνάμεις για την επιστροφή .Αρχίζει να φωνάζει βοήθεια και να κουνά τα χέρια προς την ακτή , κάποιος τον εντοπίζει .Τρέχει και ο Θ.Κ βλέπει ότι είναι ο γιος του ,αρχίζει να ψάχνει να βρεί κάποιο βαρκάρη ,τελικά τον βρίσκει.Πόσο κοστίζει η διαδρομή του λέει .Ένα 500 σάρικο λέει ο βαρκάρης (500 δραχμές εκείνη την εποχή ήταν ένα 15μερο)Προσπαθεί ο Θ.Κ να του κάνει κάποιο σκόντο αλλά ο βαρκάρης αμετάπειστος.Γυρνάει προς το νησάκι και φωνάζει στον γιο του .Να μαλάκα εκεί να μείνεις εγώ 500 σαρικο δεν δίνω.Τελικά ο Δ. κολυμπώντας έφθασε στην ακτή κατάκοπος μετά από δύο ώρες περίπου.

Το κλάμα της ….αγάπης

Βρισκόμαστε στα 1970 ,εποχή πού όλα περί το SEX ήταν ταμπού και ειδικά σε μία μικρή κοινωνία σαν την δική μας.Μια παρέα φίλων στο χωριό μας, γνωρίζοντας ότι κάποιο μέλος της παρέας, ψάχνει απεγνωσμένα γυναικεία ….συντροφιά ,έστω για μία βραδιά αποφασίζουν να ντυθεί ….γυναίκα ο Θ.Μ και να κλείσει ραντεβού μαζί του.Το ραντεβού κλείνεται γύρω στα μεσάνυχτα στο κτήμα του Π.Ρ κοντά στον Άι-Γιώργη κάτω από μία * απιδιά * που ήταν δίπλα στον δρόμο.Ο Κ.Κ είναι συνεπής στο ραντεβού του , πηγαίνει στο προκαθορισμένο σημείο , όπου στο λιγοστό φως του Φεγγαριού ,διακρίνει μια γυναικεία φιγούρα να είναι ξαπλωμένη …Την πλησιάζει αργά ,χαιρετά της λέει είμαι ο Κ.Αυτή του κάνει νόημα να καθίσει δίπλα της .Ξαπλώνει κοντά της και αρχίζει σιγά- σιγά τα αγκαλιάσματα, παίρνοντας θάρρος ,άρχισε να προχωρά …ακάθεκτος προς τα …ενδότερα.Έβαλε το χέρι του και άρχισε να ….ψηλαφίζει τα …πόδια της . Ο Θ.Μ δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του ,τον έπνιγαν .Άρχισε μνα δακρύζει από τα ..πνιχτά γέλια ,κάποια στιγμή ο Κ.Κ πήρε είδηση τα δάκρυα και με ένα συμπονετικό λόγο ρώτησε..Και ..και …γιατί κλαις αγάπη μου.Ο Θ.Μ δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και του είπε ποια είναι η …γυναίκα.Ο Κ.Κ έφυγε σχεδόν τρέχοντας βρίζοντας θεούς και …δαίμονες ενώ τα γέλια της παρέας αντηχούσαν σε όλη την περιοχή.

Ο γιατρός στο …σπίτι μας

Δεκαετία του 1960 κάποια .. εκδιδόμενη γυναίκα φθάνει στο χωριό μας .Όλοι οι νέοι του χωριού μας δεν έχασαν την ευκαιρία και έτρεχαν σε αυτήν.Ο Κ.Μ ήταν στην περίοδο της εφηβείας ,το πρόσωπο του ήταν γεμάτο σπυράκια ακμής. Η μητέρα του τον είχε πάει στον …πρακτικό γιατρό της περιοχής .Αυτός της είπε ότι είναι της ηλικίας και όταν θα …..πάει με κάποια γυναίκα θα του περάσουν.Όταν έμαθε ο Κ. για την εκδιδόμενη γυναίκα , έτρεξε αμέσως και αυτός .Το έμαθε η μητέρα του και όταν γύρισε σπίτι ο Κ άρχισε τις φωνές και να του λέει τι δουλειά είχε αυτός με εκείνη την γυναίκα κτλ.Τότε ατάραχος ο Κ της απαντάει .Τι φωνάζεις ρε μάνα τώρα που ήρθε ο γιατρός μέσα στο σπίτι μας να τον αφήσουμε να φύγει…..

Ο Λόντος και η ….σφαλιάρα

Καλοκαίρι του 1973 το καφενείο του Σ.Μ ασφυκτικά γεμάτο.Στο εσωτερικό του καφενείου στο μεσαίο τραπέζι κάθεται ο ο ….θρυλικός για την μυϊκή του δύναμη …Λόντος από το Βλάση.Πίνει αργά το κρασάκι του , πού και πού μετέχει στην συζήτηση.Κάποιος τον πλησιάζει από πίσω του δένει με τρόπο ,τα θυλάκια από το παντελόνι του στην καρέκλα με …σύρμα,χωρίς να καταλάβει τίποτα αυτός.Ο Γ.Π έχει στα χέρια του ένα δοχείο με… αλεύρι το ρίχνει επάνω στον Λόντο ,ταυτόχρονα ο Β.Μ έχει μία κανάτα νερό .Την αδειάζει επάνω του. Τα ρούχα του Λόντου γίνονται …ζυμάρι ,εξαγριώνεται σηκώνεται επάνω να πιάσει τους …δράστες ,τον ακολουθούν πίσω του 5 καρέκλες που ήταν δεμένες εν σειρά .Παρασύρει μαζί του και τα τραπέζια ,τελικά σπάει το θυλάκι ελευθερώνεται .Αρχίζει να τρέχει πίσω από τον Β.Μ για να τον πιάσει .Ο Β.Μ τρέχει από τον κεντρικό μας δρόμο και στρίβει στην γωνία του Παν.Γαλάνη προς το σπίτι του Κ.Μπεκιάρη , ο Λόντος τον ακολουθεί .Ακριβώς στη μέση της κατηφόρας ,μέσα στο μισοσκόταδο ανεβαίνει προς τα καφενεία ο …μικρόσωμος Π.Π .Ο Λόντος νομίζει ότι είναι ο δράστης Β.Μ, τον αρπάζει με το ένα χέρι ,τον σηκώνει ψηλά και με το άλλο του δίνει μια τρομερή…. Σφαλιάρα.Ο Π.Π βάζει τις φωνές ,όχι εμένα βρε παιδί δεν σου έκανα τίποτα .Ο Λόντος καταλαβαίνει το λάθος του ,αφήνει κάτω τον Π.Π και συνεχίζει να …κυνηγά τον Β.Μ αλλά ….μάταια.Αποφασίζει να φύγει με τα πόδια για το Βλάση ,προχωρά στο κεντρικό μας δρόμο και από απόσταση τον ακολουθεί όλη η …παρέα.Μετά τον σπίτι του Κ.Αθανασόπουλου δεν υπάρχει φωτισμός , ο Λόντος…. ξαπλώνει στο αυλάκι δίπλα στον δρόμο περιμένοντας την παρέα να τον ακολουθήσει.Αυτοί όμως προτίμησαν να παρακολουθήσουν την ..αποχώρηση του από τον χώρο του Σχολείου .Κάποιος βλέπει τον Λόντο που είναι κρυμμένος , του πετούν * μάτζες από χώμα .Ο Λόντος είναι σε κατάσταση παροξυσμού ,προσπαθεί να …σκαρφαλώσει τον μανδρότοιχο του Σχολείου ,δεν μπορεί , η παρέα αποχωρεί.Ο Λόντος συνεχίζει την ..πορεία του προς το Βλάση .Φθάνει στα Χάνια περνάει έξω από το κοτέτσι των Φιλιπαίων ,έχει την ιδέα να κλέψει κοκόρια.Τα σκυλιά γαβγίζουν ,οι κότες έχουν ξεσηκωθεί, από τον …σαματά ξυπνάνε οι ιδιοκτήτες , πηγαίνουν στο κοτέτσι βρίσκουν μέσα τον Λόντο .Αρχίζει συμπλοκή μεταξύ τους , ο Λόντος αποχωρεί με …άδεια χέρια και ρούχα σχισμένα ,γεμάτα ζυμάρι .Τελικά έφθασε στο Βλάση ,αλλά δεν…… ξαναπέρασε από το χωριό μας.

Μισή δραχμή …κομπόστα.

Καφενείο του Β.Μ. ο καφετζής στο τραπέζι με την παρέα του παίζουν κολτσίνα.Μπαίνει μέσα φουριόζος ο 10χρονος τότε Κ.Β .Με σοβαρό ύφος του λέει ….βάλε μου μισή δραχμή κομπόστα.Τον κοιτάζει έκπληκτος ο Β.Μ και του λέει τη κομπόστα να σου βάλω με μισή δραχμή με κοροιδεύεις.O μικρός τότε Κ.Β επιμένει. Σηκώνεται ο Β.Μ παίρνει τον πιτσιρικά πίσω από το ..ψυγείο του βάζει ένα κερασάκι με μπόλικο σιρόπι και του λέει …μείνε εδώ και φάτο και μετά βάλε το πιατάκι στον νεροχύτη .Ο Β.Μ πηγαίνει στο τραπέζι και συνεχίζει την κολτσίνα.Μετά από μισή ώρα που τελείωσε το παιχνίδι κατευθύνεται στον νεροχύτη .Βλέπει τον πιτσιρικά Κ.Β να βάζει το δοχείο της κομπόστας βάρους περίπου Δύο κιλών στην …θέση του , αλλά άδειο .Σε μισή ώρα το είχε καταναλώσει…. Και είχε πληρώσει ..μισή δραχμή.

Ο Κωτσής ……εχέμυθος

Έχει κατέβει ο Κωτσής με την γυναίκα του στην Χώρα για ψώνια.Κάποια στιγμή γυρνάει η γυναίκα του όλο χαρά και του δείχνει το καινούργιο ρολόι που φοράει.Που το βρήκες αυτό την ρωτάει έκπληκτος ο Κωτσής εγώ δεν στο αγόρασα .Α …θα σου πω κάτι αλλά μου ορκίζεσαι ότι δεν θα το πεις πουθενά του λέει η γυναίκα του. Ναι λέει ο Κωτσής δεν πρόκειται να το πώ …πές το μου.Κοίτα να δεις του λέει αυτή, το έκλεψα από το Ρολογάδικο του Σαλτούρου.Χωρίζουν για λίγο , δίνουν ραντεβού να συναντηθούν στην πλατεία για να φύγουν για το Μανιάκι.Την ώρα της αναμονής στην πλατεία ο Κωτσής βλέπει δίπλα του τον …Αστυνόμο .Φωνάζει …Κυρ Αστυνόμε ..Κυρ Αστυνόμε σε θέλω.Τι θέλεις Κωτσή του λέει ο Αστυνόμος .Θα σου πω κάτι αλλά μου ορκίζεσαι ότι δεν θα το πείς ….πουθενά.Ναι Κωτσή του λέει ο Αστυνόμος πες το μου.Κυρ Αστυνόμε πριν λίγο η γυναίκα μου ….έκλεψε ένα ρολόι από το μαγαζί του Σαλτούρου και τώρα το φοράει στο χέρι της …αλλά κύττα μην το πείς πουθενά..….Εχέμυθος ο Κωτσής

Ο Κωτσής στον …στρατό

Tο ποιο μακρινό ταξίδι του Κωτσή έως τα 20 χρόνια του ,ήταν έως την …Χωρα.Έφθασε ο καιρός να πάει να υπηρετήσει την μαμά –πατρίδα .Ο Χωροφύλακας του έφερε το ειδοποιητήριο με τόπο παρουσίασης το ..Ρέθυμνο στην Κρήτη.Μπήκε στο τραίνο στην Καλαμάτα ,τον αποχαιρέτησε ο πατέρας του και του λέει.Κοίτα παιδί μου τώρα που θα πάς στον στρατό μην μας ξεχάσεις να στέλνεις κάνα γράμμα.Εντάξει πατέρα θα σου γράφω λέει ο Κωτσής.Έφθασε με το τραίνο στον Πειραιά ,έβγαλε εισιτήριο με το πλοίο για Ηράκλειο σε κάποιο πρακτορείο και επιβιβάστηκε.Στον έλεγχο των εισιτηρίων στον πλοίο, έκπληκτος ο ελεγκτής του λέει .Καλά τι θες εσύ εδώ αυτό το πλοίο πηγαίνει στην ….Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.Τι με νοιάζει εμένα του λέει ο Κωτσής εγώ στην Κρήτη πάω να παρουσιαστώ σταματήστε να με αφήσετε.Τελικά τον αποβίβασαν στο Ηράκλειο και έφθασε στο Ρέθυμνο.Παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο ,όπως ήταν φυσικό μετά την ορκωμοσία του έδωσαν αναβολή λόγω ……βλακείας.Μετά από δύο μήνες περίπου κατόρθωσε και έφθασε στο Μανιάκι .Ο Πατέρας του τον υποδέχθηκε γεμάτος χαρά.Να σε ρωτήσω κάτι ρε Κώστα του λέει ..Ρώτα πατέρα λέει ο Κωτσής.Ρε παιδί μου του λέει ο πατέρας του λείπεις δυό μήνες και δεν έστειλες ούτε ένα γράμμα γιατί…Τι λες ρε πατέρα του λέει ο Κωτσής που ήθελες να σου στείλω γράμμα …..μου έστειλες την ……..διεύθυνση.

Ο Κωτσής και το …μοσχάρι

Στο πίσω μέρος του σπιτιού του στο Μανιάκι ,ο πατέρας του Κωτσή είχε ένα μεγάλο κοτέτσι με αρκετές κότες.Κάποια μέρα, ακούει ο Κωτσής κακαρίσματα και αρκετή φασαρία στο κοτέτσι .Πάει στο πίσω μέρος , βλέπει το κυνηγητό που έκανε μία αλεπού στις κότες του .Ατάραχος ο Κωτσής παρακολουθούσε.Κάποια στιγμή του φωνάζει ο πατέρας του . Κώστα τι συμβαίνει γιατί κακαρίζουν οι κότες.Α… δεν είναι τίποτα πατέρα λέει ο Κωτσής .Ένα μικρό μοσχαράκι έχει μπει μέσα και τις κυνηγά, έλα να σπάσεις πλάκα.Τρέχει ο πατέρας βλέπει την αλεπού …και τον Κωτσή καθισμένο επάνω σε μία πέτρα σκασμένο στα γέλια…..Κόκαλο…. ο πατέρας πάνε…. οι κότες

Το μεροκάματο του Κωτσή

Εποχή του 1970 τα εργατικά χέρια στις καλλιέργειες των χωραφιών λίγα,στο χωριό μας κατεβαίνουν καθημερινά για μεροκάματο αρκετοί νέοι από τα διπλανά χωριά .Μεταξύ αυτών και ο Κωτσής.Κλείνει μεροκάματο για σκάψιμο στην σταφίδα του Τ.Π ,η μέρα κυλλά δύσκολα με την αξίνα .τα κουτρούλια σχηματίζουν λόφους.Επιτέλους έρχεται η ώρα της αναχώρησης, φωνάζει το αφεντικό τους εργάτες να τους πληρώσει, πρώτος στη σειρά ο Κωτσής.Το αφεντικό λέει στον Κωτσή ,το μεροκάματο είναι 20 δραχμές ,εσύ τι θέλεις να σου δώσω , ένα 20σαρικο ή 3 τάλιρα.Σκέφτεται ο Κωτσής και του λέει …Αφεντικό δώσε μου 3 τάλιρα ,γιατί εσύ τι νόμισες ….ότι είμαι κορόιδο.

Ο 1ος Άνθρωπος στο φεγγάρι

Χρονιά του 1968 .Στα καφενεία του χωριού μας πρώτο θέμα συζήτησης η αποστολή και το πάτημα ανθρώπου στο Φεγγάρι.Καρφωμένοι όλοι μπροστά στις οθόνες των μαυρόασπρων τηλεοράσεων της εποχής.Στο καφενείο δεν πέφτει καρφίτσα ,η αγωνία στο κατακόρυφο.Καθένας έχει τους ενδοιασμούς του είναι κάτι το πρωτόγνωρο, ο Σ.Π μιλάει για θέατρο με ( κουτσούνες ) κούκλες , και όλα όσα βλέπουν είναι μια απάτη, ο Κ.Γ δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει τόσο ψηλά στον ουρανό.Σε μία γωνία κάθεται ο Η.Κ προβληματισμένος και αμίλητος .Κοιτάζει μία στον Ουρανό το Φεγγάρι ,και μία στην οθόνη της τηλεόρασης τον φακό που ζουμάρει στα πόδια του Νήλ Άρμστρονγκ που αρχίζουν να ακουμπούν στο έδαφος του Φεγγαριού.Κάποια στιγμή τρομαγμένος πετάγεται όρθιος και φωνάζει ….ρε παιδιά αν πέσει από εκεί πάνω που στο διάλο θα κρατηθεί ..θα ανοίξει το κεφάλι του σαν …καρπούζι.

Τι είναι οι …όρνιθες Παγώνα

Στο χωριό μας στις περασμένες Δεκαετίες ήταν πολλοί που είχαν τελειώσει το Σχολαρχείο ( σημερινό Λύκειο ).Ένας από αυτούς ήταν και ο Δ.Σ ,η γυναίκα του ήταν αναλφάβητη.Κάποια μέρα που καθόντουσαν στην αυλή τους , παρατηρώντας απέναντι το κοτέτσι τους ,γυρνάει ο Δ και ρωτάει την γυναίκα του …Τι είναι οι όρνιθες Παγώνα …Σκέφτεται –σκέφτεται η Παγώνα και του απαντά ,δεν ξέρω Μήτσο μου για πες μου.Γυρνάει με επιτιμητικό ύφος αυτός και της λέει ..Πτηνά του ουρανού αγράμματη.

Το τζοχάδι και το εγκεφαλικό επεισόδιο

Αρχές του 2008 ,βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα ,οι αλκυονίδες ημέρες σου δημιουργούν την προδιάθεση για μια βόλτα στα χωράφια \,τα πρώιμα τζοχάδια που έχουν κάνει την εμφάνιση τους είναι πειρασμός.
Ο Γ.Κ. βρίσκεται στην τοποθεσία Λουτρά η ώρα είναι 12.30 με 13.00 το μεσημέρι.
Με το μαχαίρι στο χέρι σκύβει στα γόνατα ακουμπάει στο χώμα να κόψει ένα τζοχάδι.
Ξαφνικά νοιώθει το έδαφος να γυρίζει , χάνει την ισορροπία του ,η ζάλη που αισθάνεται τον πανικοβάλλει .
Με χέρια που τρέμουν βγάζει από την τσέπη του το κινητό του τηλέφωνο, βρίσκει παρά την θολούρα που έχει το νούμερο του τηλεφώνου του αδελφού του , τον καλεί επειγόντως να του προσφέρει βοήθεια .
Αδελφέ του λέει χάνομαι ,σβήνω, έλα γρήγορα εδώ , με προλαβαίνεις ή δεν προλαβαίνεις έχω πάθει εγκεφαλικό.
Ο αδελφός του πανικόβλητος φθάνει σε χρόνο ρεκόρ εκεί για να τον μεταφέρει στον πλησιέστερο γιατρό.
Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο τον βρίσκει να κάθεται στο έδαφος κρατώντας με τα δύο του χέρια το κεφάλι ,τον ρωτά πως νοιώθει ,μάλλον συνήλθα του λέει μου πέρασε ευτυχώς.
Αφού βεβαιώνεται ότι δεν συντρέχει λόγος μεταφοράς του λέει
Ρε σύ Γ. τι σεισμός ήταν αυτός που έγινε πριν, λίγη ώρα, νόμιζες ότι θα ανοίξει η Γή θα σχιστεί στα δύο, τα σπίτια του χωριού χόρευαν ,νόμισα ότι ήρθε το τέλος εσύ τον κατάλαβες?
Ο Γ. πετάγεται όρθιος Γ***** την Π******* του, σεισμός ήταν και εγώ νόμισα ότι έπαθα εγκεφαλικό.
*Υ.Γ Για την ιστορία αναφέρουμε ο σεισμός ήταν μεγέθους 6,7 R με επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο της Μεθώνης