ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ !
Λέει λοιπόν ο τοπικός μύθος, για τη Μεγάλη Βρύση:
«Τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω-
γύρω, που είναι κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή εξαιτίας του ότι
βρίσκεται μέσα στο φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες!
Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος από το Κοντογόνι , άκουσε το τραγούδι τους
και από περιέργεια πλησίασε στην πηγή.
Κι εκεί τις είδε!
Οι Νεράιδες,
με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας
άνοιξης, χόρευαν! Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους
του χάιδευε τ΄ αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον
"αέρινο" χορό τους. Συνεπαρμένος από όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που
ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει μαζί
τους το χορό.
Οι Νεράιδες χόρευαν μαζί του και ξετρελάθηκε ο νέος
από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο
νέος δεν ήξερε αν έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις
Νεράιδες στο χορό τους.
Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ,
οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη Μεγάλη Βρύση
και κοίταζε τις Νεράιδες που χόρευαν.
Σιγά - σιγά, η ματιά του
σταμάτησε πάνω σε μια απ’ αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει!
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά
πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή,
του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε
χάνονται οι Νεράιδες), ν΄ αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και
να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο.
Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήγε στη
λύρα του και πήγε στη μεγάλη βρύση. Άρχισε το τραγούδι καθισμένος
δίπλα στη λίμνη.
Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο
χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε το χορό και
έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά.
Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα,
αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα! Ο νέος την κρατούσε γερά!
Άρχισε
τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε
σε καμήλα, αλλά ο νέος την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την
άφηνε.
Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και
τον ακολούθησε στο σπίτι του.
Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε
ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ!
Δυστυχισμένος καθώς ήταν
ο νέος με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε
όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της.
Εκείνη τον
ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα
χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και
να πει: "Δε μου μιλείς;
Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο".
Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε
το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή:
"Μη σκύλε
το παιδί μου!". Του το άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα
και παιδί μαζί.
Απελπισμένος
τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια.
Η Νεράιδα
- μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια.
Πήγε λένε στις αδελφές της,
αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και
την άγγιξε και τη μόλυνε.
Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο
να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει.
Οι άλλες
εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν.
Η Νεράιδα - μάνα κάθεται
λυπημένη παραπέρα και κλαίει.
Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και
το θολώνουν, γι΄ αυτό τα νερά στο Κρυόρεμμα εμφανίζονται θολά πότε –
πότε».Β.Μ.