Γεώργιος
Δημητρίου Φλέσσας μετέπειτα Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας).
Αρχιμανδρίτης, από τους κορυφαίους αγωνιστές του 1821, ένθερμος οπαδός της επαναστατικής ιδέας. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, γιος του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου δεύτερης γυναίκας του Δημητρίου Φλέσσα και το 28ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας.
Αρχιμανδρίτης, από τους κορυφαίους αγωνιστές του 1821, ένθερμος οπαδός της επαναστατικής ιδέας. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, γιος του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου δεύτερης γυναίκας του Δημητρίου Φλέσσα και το 28ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας.
Φοίτησε
στη Σχολή Δημητσάνας, μετά το τέλος των σπουδών του, πιθανώς το 1816, έγινε
μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς στην Καλαμάτα.
Εκεί
ήρθε σε ρήξη με την ιεραρχία και αναγκάστηκε να φύγει για να εγκατασταθεί στη
Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας, μεταξύ Λεονταρίου και Μυστρά. Οι προσωπικές
του διαμάχες δεν είχαν όμως τέλος.
Λόγω
κτηματικών διαφορών συγκρούστηκε με έναν ισχυρό Τούρκο της περιοχής και
αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Στη νέα του προσωρινή πατρίδα, την
Κωνσταντινούπολη, φιλοξενήθηκε εγκαρδίως από τους εκεί συμπατριώτες του. Επί
πατριαρχίας Γρηγορίου Ε’* (1745-1821) ο Παπαφλέσσας χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης
με το εκκλησιαστικό Οφφίκιο «Δικαίος».
Στις
21 Ιουνίου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Αναγνώστου
(Αναγνωσταρά) και ανέλαβε τη σημαντική αποστολή της κατήχησης των κατοίκων των
Παραδουνάβιων Ηγεμονιών με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος.
Όταν πλέον επέστρεψε στην Πελοπόννησο κατείχε
ήδη το πνεύμα του αγωνιστή. Με δεκάδες έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας στα χέρια
του ξεκίνησε μια σειρά ομιλίες ευαγγελιζόμενος την απελευθέρωση των Ελλήνων από
τον ζυγό των Τούρκων.
Ο
ηγετικός του χαρακτήρας και οι πρωτοβουλίες του αυτές ανησύχησαν πολλούς
προύχοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν να διαταραχθεί η τάξη και οι Τούρκοι να
προβούν σε αντίποινα.
Πολλοί
ήταν εκείνοι οι οποίοι σκέφθηκαν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στα
χέρια του εχθρού.
Ο
Παπαφλέσσας όμως διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και φρόντισε να περιορίσει τη δράση
του στους απλούς χωρικούς, οι οποίοι τον προστάτευαν, γοητευμένοι από τον
χαρισματικό ηγέτη τους.
Τον
Ιανουάριο του 1821 στη Βοστίτσα, στο Αίγιο, ο Παπαφλέσσας κάλεσε συνέλευση,
όπου και έθιξε τα μείζονα θέματα της χώρας. Μίλησε περί ελευθερίας και
δικαιωμάτων, περί πνεύματος και ελληνικότητας και υποστήριξε την Επανάσταση.
Μια επανάσταση την οποία αποδοκίμασαν πολλοί από τους συμμετέχοντες
υποστηρίζοντας ότι το έδαφος δεν ήταν έτοιμο ακόμη. Ο Παπαφλέσσας τότε σήκωσε
επιδεικτικά την επιστολή που είχε στείλει ο Υψηλάντης τονίζοντας την
αναγκαιότητα της άμεσης έναρξης του αγώνα. Χωρίς όμως ανταπόκριση.
Ύστερα
διέσχισε το Μοριά περνώντας και δεν
ησύχασε μέχρι την έκρηξη της επανάστασης, που τον βρίσκει στην Καλαμάτα.
Η
πόλη αυτή ελευθερώθηκε στις 23 Μαρτίου.
Από τον Μάρτιο του 1821 ως και τη μάχη στο Μανιάκι το 1825, όπου
σκοτώθηκε, πρωταγωνίστησε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και σε
πολιτικές δραστηριότητες.
Στις
περιοδείες του στην Αρκαδία, στη Γορτυνία, στην Ολυμπία, στην Αργολίδα και στην
Κορινθία κινήθηκε με σκοπό να στρατολογήσει τους εκεί πληθυσμούς. Στην
Αργολίδα, κατά την προσπάθειά του να εμποδίσει την προέλαση του Κεχαγιά Μπέη,
εγκαταλείφθηκε από τους άοπλους και άπειρους χωρικούς που τον συνόδευαν και
αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο κάστρο του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τους
Τούρκους.
Στον
επόμενο του προορισμό, στην Καρύταινα, ο τουρκικός στρατός ερχόμενος από την
Τρίπολη ανάγκασε τον ίδιο και τον Κολοκοτρώνη να καταφύγουν στη Μεσσηνία, ενώ
τον Ιούλιο του 1821 στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδας μαζί με άλλους
οπλαρχηγούς κατόρθωσε να παρεμποδίσει την είσοδο του τουρκικού στρατού του Ομέρ
Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Τον
Δεκέμβριο του 1821 έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έλαβε μέρος
στην Α’ Γενική Συνέλευση της Επιδαύρου, στη Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους και
την 1η Ιουλίου 1823 ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών.
Στον
εμφύλιο πόλεμο βρέθηκε αντίπαλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παρ’ ότι στο παρελθόν
είχε πολεμήσει μαζί του. Στο πλευρό της κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτη κυνήγησε
τους Κολοκοτρωναίους, ενώ οι ένοπλες συγκρούσεις μαζί τους καθώς και με άλλους
αγωνιστές της Επανάστασης αποτελούν γκρίζες σελίδες στην ιστορία του έθνους
κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Παρ’
όλα αυτά, όταν ο Ιμπραήμ απείλησε σοβαρά την έκβαση της Επανάστασης, ο ίδιος ο
Παπαφλέσσας πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων
αντικυβερνητικών. Η απελευθέρωσή τους όμως δεν έγινε εγκαίρως. Ο Παπαφλέσσας
έσπευσε στο Μανιάκι, το οποίο μετά την πτώση του Νεοκάστρου (11 Μαΐου 1825)
αποτελούσε στόχο των Αιγυπτίων, όπου συγκέντρωσε αρχικά 1.500 άνδρες, από τους
οποίους τελικά έμειναν μόνο 500. Κυκλωμένος από 3.000 ιππείς και πεζούς
απέρριψε την πρόταση άλλων οπλαρχηγών να μετακινηθεί σε πιο ασφαλή θέση. Στην
οκτάωρη αυτή μάχη ο Παπαφλέσσας έπεσε νεκρός μαζί με τους περισσότερους άνδρες
του.
Ο
Παπαφλέσσας προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ιερή υπόθεση πριν το
ξέσπασμα της επανάστασης σαν μπουρλοτιέρης των ψυχών. Χωρίς αυτόν – λένε
μερικοί– ίσως να μην άναβε η επαναστατική φλόγα. Ξετρέλαινε τους
ενθουσιασμένους, έπειθε τους διστακτικούς, πολεμούσε τους αντίθετους.
Διαλαλούσε ότι μια μεγάλη δύναμη κρύβεται πίσω από τους Φιλικούς, εννοώντας τη
Ρωσία. Ήταν έξυπνος, ενθουσιώδης, τολμηρός. Αυτές οι αρετές καθώς και το σχήμα
του τον έκαναν ανεπανάληπτο για την προεπαναστατική του δράση.
Στις
20 Μαΐου δόθηκε η πολυθρύλητη μάχη του Μανιακίου στην οποία έπεσε ηρωικά ο
Παπαφλέσσας και όσοι από τους συντρόφους του, περίπου πεντακόσιοι είχαν μείνει πιστοί. Η μάχη αυτή μπορεί να
ήταν άτυχη για τα Ελληνικά όπλα, αλλά ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του Φλέσσα είχε σαν
αποτέλεσμα την τόνωση του ηθικού του λαού και τον ξεσηκωμό του.
Συνήθως
η μάχη του Μανιακίου συγκρίνονται με εκείνη των Θερμοπυλών και τη θυσία του
Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας έπεσε πειθαρχώντας στους νόμους της Σπάρτης . Υποχρεώθηκε
να μείνει « τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» Ο Παπαφλέσσας δεν υποχρεώθηκε από
κανένα. Πήγε μόνος να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Μπορούσε να φύγει χωρίς φόβο
διασυρμού η τιμωρίας. Αντιμετώπισε παλικαρίσια τον εχθρό και τον θάνατο, και
εδώ έγκειται το μεγαλείο της ψυχής και της αυτοθυσίας του. Κράτησε τον όρκο που
έδωσε μπαίνοντας στη Φιλική Εταιρία και έδωσε το αίμα του για την απελευθέρωση
της πατρίδας. Δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχει άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία
υπουργού και μάλιστα μη πολεμικού υπουργείου να πέφτει στο πεδίο της τιμής και
του καθήκοντος προς την πατρίδα.
Είναι
απόλυτα σωστή η άποψη του Μίμη Η. Φερέτου ότι το κράτος δεν τον τίμησε όσο έπρεπε,
αφού τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του τα οστά του καθώς και των άλλων
αγωνιστών έμεναν άταφα στο λόφο του Μανιακίου.
Αλλά
και η κυβέρνηση Κουντουριώτη δεν έκανε τα δέοντα για τιμήσει τον υπουργό της.
Αρκέστηκε
στην εφημερίδα της « Ο φίλος του νόμου» να γράψει την 1η Ιουνίου:
« Μεταξύ των ηρωικως πεσόντων ελλήνων είς την
κατά το Μανιάκι της Αρκαδίας μάχην μανθάνομεν ότι είναι ο υπουργός των
Εσωτερικών κύριος Γρηγόριος Δικαίος και
ο στρατηγός Κεφάλας. Και οι δυο άνδρες των οποίων η αξιότης και γενναιότης
απεδείχθησαν είς διαφόρους καιρίας περιστάσεις της πατρίδος. Αιωνία των η
μνήμη».
Αυτό
ήταν όλο. Πάρα ταύτα , και όσα γράφτηκαν κατά καιρούς ο Παπαφλέσσας κατέλαβε
εξέχουσα θέση στη συνείδηση του λαού που ξέρει περισσότερο από τον καθένα να
αξιολογεί τους ηγέτες του.
Δημοτικό
Τραγούδι για τη μάχη στο Μανιάκι
Του
Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα
Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
-
Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην
είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
-
Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και
παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα
μάζωξε, τα σύναξε τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν
και τ’ αρμήνενε σαν μάνα σαν πατέρας:
- Εμπρός,
εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να
κάμωμ’ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες
κι
αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και
ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
-
Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη
-
Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να
μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να
μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι δεν ελθούνε
να
μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.
Ακόμη
λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,
κι η
Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
-
Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι
αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης
βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.
-
Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
-
Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι
εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και
στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.
Ο
Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
-
Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και
τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια
μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.