Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος |
Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης κ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος ιστορικός
συγγραφέας (σε πρώτη διαδικτυακή
δημοσίευση στο http://www.istorikathemata.com/ )
Μόνο δύο μέρες μετά την παράδοση του φρουρίου της Αρκαδίας
(Κυπαρισσίας), μαντατοφόροι έφθασαν στον Γουλιέλμο Σαμπλίττη φέρνοντάς του την
είδηση πως ο αδελφός του στα μέρη της Γαλλίας πέθανε άκληρος και επομένως ο
ίδιος έπρεπε να τον διαδεχθεί. Έτσι, ο Σαμπλίττης ανεχώρησε για την Γαλλία
αφήνοντας τον στρατό του και την κατακτημένη περιοχή στον Γοδεφρίδο
Βιλλεαρδουίνο. Ειδικότερα στον Βιλλεαρδουίνο παραχώρησε την Καλαμάτα και την
Αρκαδία με την περιοχή της(11). Ο Βιλλεαρδουίνος είχε άμεσα ζητήματα να αντιμετωπίσει,
τις σχέσεις με τους Βενετούς και την διοικητική οργάνωση της κατακτημένης
περιοχής. Εκείνη την περίοδο οι σχέσεις του με τους Βενετούς ήσαν εχθρικές,
διότι οι τελευταίοι είχαν αποσπάσει με εχθροπραξίες από τους Φράγκους την
Μεθώνη και την Κορώνη τα έτη 1206-1207. Τα δύο μέρη τελικά κατέληξαν σε
συμφωνία, που επικυρώθηκε με την συνθήκη της Σαπιέντζας (1209), που συντάχθηκε
στην ομώνυμη νησίδα απέναντι από την Μεθώνη. Με την συνθήκη αυτή ο
Βιλλεαρδουίνος αναγνώριζε την βενετική κυριαρχία στην Μεθώνη και την Κορώνη (με
τις περιοχές τους), παραιτούνταν των διεκδικήσεών του επ' αυτών, και επίσης
παραχωρούσε ελευθερία στις εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών, και το
δικαίωμα των τελευταίων να έχουν τις δικές τους εκκλησίες και αποθήκες σε κάθε
πόλη. Ενώ το Χρονικό του Μορέως αναφέρει την παραχώρηση των δύο πόλεων στους
Βενετούς(12), την συνδέει με την βοήθεια που προσέφεραν οι Βενετοί με τα πλοία
τους στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, τον γιο του Γοδεφρίδου, για την κατάκτηση
της Κορίνθου, του Ναυπλίου, του Άργους και της Μονεμβασιάς, γεγονότα όμως που
συνέβησαν αργότερα (1246-1250). Κάπου το Χρονικό συγχέει τα δύο γεγονότα και
εμφανίζεται να έχει αναχρονισμούς.
Το άλλο μεγάλο ζήτημα
που επείγε και είχε να αντιμετωπίσει ο Βιλλεαρδουίνος ήταν η διοίκηση του φραγκικού
Μορέως. Ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος κάλεσε συνέλευση των Φράγκων στην
Ανδραβίδα, ώστε να οργανωθεί διοικητικά η κατακτημένη περιοχή. Δύο κυρίως
παραμέτρους έλαβαν υπ' όψιν τους, το αντίστοιχο φεουδαρχικό σύστημα που
επικρατούσε στην χώρα τους (Γαλλία), το οποίο χρησίμευσε ως πρότυπο για την
διοικητική διάιρεση του Μορέως, και την πραγματικότητα που δεν ήταν δυνατόν να
αγνοηθεί, πως βρίσκονταν αυτοί οι ολιγάριθμοι Φράγκοι κυρίαρχοι μιας ξένης
περιοχής, πάντοτε αναγκασμένοι να είναι σε στρατιωτική ετοιμότητα. Η
Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε δώδεκα βαρωνίες, και κάθε βαρωνία σε μικρότερα
φέουδα (''φέη'' αναφέρονται στο Χρονικό του Μορέως), τα οποία διανεμήθηκαν
στους Ιππότες, την Καθολική Εκκλησία και τους υποτελείς (λίζιους) στους
βαρώνους. Ιδρύθηκαν επίσης αρχιεπισκοπή στην Πάτρα με Λατίνο Αρχιεπίσκοπο και
Έξαρχο Αχαϊας, επισκοπές, επτά βαρωνίες εκκλησιαστικές με κληρικούς βαρώνους.
Κάθε εκκλησιαστική βαρωνία έλαβε από τέσσερα τιμάρια. Δόθηκαν επίσης τιμάρια
στα ιπποτικά τάγματα των Τευτόνων και των Ιωαννιτών.
Ειδικότερα, όσον αφορά την Μεσσηνία, αυτή χωρίσθηκε σε δύο
βαρωνίες [Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας)] και σε δύο επισκοπές με έδρες την
Μεθώνη και την Κορώνη. Και οι έδρες των ιπποτικών ταγμάτων βρίσκονταν στην
περιοχή της Μεσσηνίας, των μεν Τευτόνων στην Μοστενίτσα (κοντά στην
Καλαμάτα),των δε Ιωαννιτών στην Μεθώνη (Χρονικό Μορέως στ. 1903-1988). Οι
βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας επικυρώθηκαν στον Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος
αναγνωρίσθηκε και βάϊλος του Μορέως (έτος 1209), αργότερα έγινε και ηγεμόνας.
Τον ηγεμόνα πλαισίωναν οι βαρώνοι, οι επίσκοποι και οι λίζιοι, που αποτελούσαν
κούρτη ( αυλή) γύρω από αυτόν (Χρονικό Μορέως στ. 2013-2016). Η κούρτη
λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο του ηγεμόνα και είχε επίσης δικαστικές
αρμοδιότητες(13). Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πώς λειτουργούσε η κούρτη
μας δίδει το Χρονικό του Μορέως σε διάφορα χωρία. Ο πρίγκηπας (ηγεμόνας), για
παράδειγμα, δεν μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση να παραχωρήσει κάστρα ή
τιμάρια που ανήκουν σε έναν υποτελή σε κάποιον άλλον, χωρίς την συγκατάθεση των
βαρώνων (στ. 4280-4290), είτε η απάντηση του αιχμάλωτου Γουλιέλμου, γιου του
Βιλλεαρδουίνου, στον Έλληνα αυτοκράτορα της Νικαίας μετά την μάχη της
Πελαγονίας (θα αναφερθούμε στην συνέχεια).
Στην
συνέλευση της κούρτης (στον ''παρλαμά'', parlament, Χρονικό Μορέως στ.4402) προϊστατο ο λογοθέτης ως
αντιπρόσωπος του ηγεμόνα και ενεργούσε ως πληρεξούσιός του έχοντας το δικαίωμα
να υπογράφει συνθήκες εν ονόματι αυτού. Ο ηγεμόνας, αν παρίστατο ο ίδιος, ή ο
λογοθέτης ως πληρεξούσιός του, κρατούσε κατά την συνέλευση σκήπτρο ως έμβλημα
της αρχής του (Χρονικό Μορέως στ.7533-7552). Οι υποτελείς (λίζιοι) ορκίζονταν
πίστη σε αυτόν, αναγνώριζαν και τιμούσαν την αρχή του (ό.π., στ.7880-7905).
Είχαν επίσης την υποχρέωση να προσπαθήσουν να απελευθερώσουν τον αιχμαλωτισμένο
τους ηγεμόνα είτε πληρώνοντας τα λύτρα είτε παίρνοντας οι ίδιοι την θέση του
έως ότου να συγκεντρωθεί το ποσό (ό.π. στ. 7570-7580). Οι στρατιωτικές
υποχρεώσεις ορίσθηκαν ως εξής: όλοι οι υποτελείς θα στρατεύονταν για τέσσερεις
μήνες, τέσσερεις μήνες θα έμεναν σε φρούρια και τους υπολοίπους τέσσερεις μήνες
στα σπίτια τους, πάντοτε όμως ετοιμοπόλεμοι να προστρέξουν στο κάλεσμα του
ηγεμόνα. Από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις απαλλάσσονταν οι ιερωμένοι και οι
ανήκοντες σε μοναχικά τάγματα (ό.π.,στ. 1995-2000). Στην κατώτερη κοινωνική
βαθμίδα βρίσκονταν οι δουλοπάροικοι, οι οποίοι
ανήκαν στον αφέντη τους, που ήταν ο μόνος που μπορούσε να τους
ελευθερώσει. Πολλές φορές οι δουλοπάροικοι ήσαν υποχρεωμένοι να δουλεύουν για
την καθολική εκκλησία δίχως πληρωμή(14). Κατ' αυτόν τον τρόπο διαρθρώθηκε
κοινωνικά και στρατιωτικά το φραγκικό πριγκηπάτο του Μορέως (και η Μεσσηνία
φυσικά που μας ενδιαφέρει ειδικότερα).
Ο
Βιλλεαρδουίνος, για να διασφαλίσει περισσότερο την μεσσηνιακή του επικράτεια,
εξεστράτευσε εναντίον της Αρκαδίας και της Λακωνίας πολιορκώντας τα φρούρια των
Ελλήνων, Βελιγοστή, Νικλί και την περιοχή της Λακεδαίμονας. Οι Έλληνες άρχοντες
συνθηκολόγησαν για να διατηρήσουν τις γαιοκτησίες τους (Χρονικό Μορέως, στ.2017-2074).
Ο Βιλλεαρδουίνος επίσης αντιμετώπισε επιτυχώς και τις εδαφικές δικδικήσεις του
Ροβέρτου εξαδέλφου του Γουλιέλμου Σαμπλίττη, ο οποίος αξίωνε την κληρονομία του
ως διάδοχος του Σαμπλίττη. Πότε ερχόμενος σε συνεννόηση με τους Βενετούς, ώστε
οι τελευταίοι να μην προσφέρουν πλοίο στον Ροβέρτο και πότε αποφεύγοντας να τον
συναντήσει μετακινούμενος συνεχώς, πέτυχε να κερδίσει χρόνο. Όταν τελικά οι δύο
άνδρες συναντήθηκαν στην Λακεδαίμονα, σε συνέλευση οι αρχιερείς και οι
''φλαουριαραίοι'' (όσοι δηλ. είχαν δικαίωμα να φέρουν φλάμπουρο, σημαία βάσει
των τιμαρίων τους, βλ. Χρονικό Μορέως στ.1980-1988) εξέτασαν τα έγγραφα του
καθενός και έκριναν πως ο Βιλλεαρδουίνος ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Σαμπλίττη,
βαϊλος του Μορέως και ηγεμόνας(15). Στην απόφασή τους βάρυνε το γεγονός ότι ο
Βιλλεαρδουίνος ήταν '' καλοϋπόληπτος εις όλους δικαιοκρίτης'', ''καλός και
φρόνιμος'' (ό.π. στ.2100-2105) και οι Φράγκοι δεν ήθελαν για ηγεμόνα τους έναν
άπειρο νεαρό, την στιγμή που διέθεταν έναν έμπειρο ηγέτη, αγαπητό σε όλους.
Το 1210 ο Βιλλεαρδουίνος εμφανίζεται ως ηγεμόνας (πρίγκηπας)
του Μορέως, έχει στην ιδιοκτησία του τις δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμών και
Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), με εδραιωμένη και αδιαμφισβήτητη την κυριαρχία του στην
Μεσσηνία, χωρίς να υπάρχει ελεύθερο φρούριο απειλητικό της επικρατείας του σε
ελληνική κυριαρχία (πλην της Μονεμβασιάς) και με συμμάχους τους Βενετούς που
κατέχουν Μεθώνη και Κορώνη. Η ιστορία της Μεσσηνίας στα αμέσως επόμενα χρόνια
θα είναι στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων και την
γενικότερη πορεία του πριγκηπάτου του Μορέως, την οποία συνακολουθει. Ο
Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος άφησε δύο γιους, τον Γοδεφρίδο Β' και τον Γουλιέλμο,
ο οποίος μάλιστα επειδή γεννήθηκε στο φρούριο της Καλαμάτας γι' αυτό τον
αποκαλούσαν Γουλιέλμο ντε Καλαμάτα (ό.π. στ.2445-2451). Όταν πέθανε ο
Βιλλεαρδουίνος (έτος 1218) ''θρήνος εγένετο πολύς εις όλον τον Μορέα,/ διατί
τον είχαν ακριβόν, πολλά τον αγαπούσαν/ διά την καλήν του αφεντίαν την φρόνεσιν
όπου είχεν'' (ό.π.στ.2462-2465). Την θέση του θανόντος ηγεμόνα διαδέχθηκε ο
γιος του Γοδεφρίδος ο Β', για τον οποίο το Χρονικό του Μορέως εκφράζεται
θετικά. Τον χαρακτηρίζει άξιο και ικανό ηγέτη, όπως και ο πατέρας του
(στ.2468-2472).
Και πραγματικά ήταν άξιος διάδοχος του πατέρα του.
Επί των
ημερών του Γοδεφρίδου Β' οι βαρωνίες της Μεσσηνίας και όλο το πριγκηπάτο του
Μορέως γνωρίζουν την άνθηση. Συγκεντρώθηκε πλούτος και δύναμη αξιόλογη. Αυτό
φαίνεται από το γεγονός ότι στην αυλή του διατηρούσε μεγάλο αριθμό ιπποτών
(ογδόντα), στους οποίους συχνά προσέφερε πλούσια δώρα(16). Ο Γοδεφρίδος ο Β'
ήλθε σε σύγκρουση με τους λατίνους επισκόπους και τον καθολικό κλήρο
κατηγορώντας τους ότι δεν συνέβαλαν αρκετά στην αντιμετώπιση των Ελλήνων.
Συγκέντρωσε μάλιστα τα έσοδα των εκκλησιαστικών φέουδων και έχτισε ισχυρό
φρούριο στο Χλομούτσι, δυτικά της Γλαρέντζας (στην περιοχή της Ηλείας). Έκοψε
επίσης και δικό του νόμισμα (Χρονικό Μορέως στ.2631-2657). Αργότερα όμως, ήλθε
σε συμφωνία με την καθολική εκκλησία και της έδωσε προνόμια. Συμφωνήθηκε οι
επισκοπές (και τούτο μας ενδιαφέρει ειδικότερα για τις δύο μεσσηνιακές
επισκοπές της Μεθώνης και της Κορώνης) να απαλλαγούν από τις εισφορές και από
κάθε δικαστική υποχρεώση, και να λάβουν όλα τα κτήματα που ανήκαν προηγουμένως
στην ορθόδοξη εκκλησία. Ο ίδιος ο ηγεμόνας του Μορέως κράτησε την κινητή
εκκλησιαστική περιουσία, με τον όρο να καταβάλλει ετησίως ένα ποσό ως πληρωμή
(ό.π. στ.2658 κ.ε.). (17). Χάρη στην οικονομική του ισχύ ο Γοδεφρίδος Β'
μπόρεσε να προσφέρει στρατιωτική και οικονομική στήριξη στον Λατίνο αυτοκράτορα
της Κων/πολης, Βαλδουίνο Β', όταν ο τελευταίος απειλούνταν από την ελληνική
αυτοκρατορία της Νικαίας. Σε αντάλλαγμα, ο Βαλδουίνος Β' του παραχώρησε το
Δουκάτο του Αιγαίου (1236). Όλες οι παραπάνω πληροφορίες του Χρονικού αποτελούν
στοιχεία εύγλωττα της ακμής του πριγκηπάτου του Μορέως. Ανάλογη ακμή γνωρίζει
και η Μεσσηνία ως αποτελούσα προσωπική ιδιοκτησία του Γοδεφρίδου Β'
Βιλλεαρδουίνου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …….