Ο στοιχειωμένος αράπης του χωριού μας
Mια λέξη, ξεχώριζα από μικρό παιδί στην Μεταμόρφωση ο ..
«Αράπης », που ήταν ένα φανταστικό ον, δαιμόνιο ή στοιχειό και εμφανιζόταν με διάφορες μορφές, ως φύλακας σπιτιών, ως μελαμψός
φύλακας κρυμμένων θησαυρών, ρωμαλέος
αντίπαλος ήρωα, ως φόβητρο για μικρά παιδιά
Η λέξη …αράπης, με
είχε προβληματίσει πολύ από μικρό παιδί
για δύο λόγους:
Πρώτον, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος Αράπης ( έγχρωμος κλπ) στο
χωριό μας.
Δεύτερον, δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ότι στην πόρτα των
σπιτιών όλης της Μεταμόρφωσης στεκόταν κάποιο
μαύρο ζώο (σκυλί, για παράδειγμα) ως φύλακας με κουδούνι στο λαιμό.
Δύο ήταν οι
κυριότερες εκδοχές που επικρατούσαν για την ερμηνεία του «Αράπη».
Η πρώτη αναφερόταν σε μαύρο σκύλο ως φύλακα, ο οποίος
υπάρχει σε αφθονία στην ελληνική
λογοτεχνία και λαογραφία και περνούσε
από γενιά σε γενιά σαν διήγημα τρόμου
και η άλλη ίσως ήταν απομεινάρι από την επέλαση των «έγχρωμων » του Ιμπραήμ
στον τόπο μας ( Στρατόπεδο στο Σκάρμιγκα – Μάχη τστο Μανιάκι ) κλπ. στα χρόνια
της Ελληνικής επανάστασης του 1821.
Ίσως από εκεί να έχουν προέλθει ορισμένα τοπωνύμια της Μεταμόρφωσης καθώς και θρύλοι. ( πχ. ο αράπης της καρδαρούς ,αραπόλακα , αραπογκορτσιά κλπ ) που διατηρούνται ακόμα έως και
σήμερα
Οι δύο αυτές εκδοχές
δεν με κάλυπταν πλήρως στα ερωτήματα μου
Αναγκάστηκα και ανέτρεξα στη
Λαογραφία, όπου βρήκα αρκετές πειστικές
εξηγήσεις .
Στη Λαογραφία,
λοιπόν, «αράπης» είναι ένα φανταστικό ον, δαιμόνιο ή στοιχειό, που εμφανίζεται
με διάφορες μορφές:
-Εμφανίζεται ως φύλακας σπιτιών πλουτίζοντας τον οικοδεσπότη
και τρώγοντας από την άλλη τους άπληστους.
-Εμφανίζεται ως μελαμψός φύλακας κρυμμένων θησαυρών.
-Εμφανίζεται ως ρωμαλέος αντίπαλος ήρωα τον οποίο υπηρετεί αφού νικηθεί από αυτόν
-Συχνά αναφέρεται ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά: «φάε το
φαί σου γιατί θα φωνάξω τον αράπη» κλπ.
Όλες αυτές οι
παραπάνω ερμηνείες δικαιολογούν την αναφορά του «αράπη» που γινόταν κατά κόρο όχι μόνο στην
Μεταμόρφωση αλλά στα περισσότερα χωριά της Χώρας μας , αφού συνδυάζει όλες τις
«μορφές» του.
Ήταν ο μαύρος κατακτητής της περιοχής .Ήταν ο φύλακας σπιτιών. Ήταν ο
μελαμψός φύλακας θησαυρών …. Ήταν το
φόβητρο για τα παιδιά .
Τελικά ότι και εάν ήταν ….μαζί του μεγάλωσαν γενεές
Σκαρμιγκαίων .
Κάθε πηγάδι, κάθε πηγή, κάθε κουφάλα δέντρου, κάθε σπηλιά
δροσερή και κάθε υπόγειο σπιτιού στην Ελλάδα έχει το Στοιχειό του, τον Αράπη
του.
Είναι ένας θεόρατος μαύρος με μάτια κατακόκκινα και μύτη
πλακουτσωτή και χειλάρες τεράστιες. Φοράει χρυσοκέντητο γελέκο, σαλβάρι και
αιγυπτιακό φέσι, ενώ στ’ αυτιά του κρέμονται μεγάλοι χαλκάδες.
Συνήθως δεν είναι επιθετικός, αλλά επειδή έχει μεγάλη περιουσία:
χιλιάδες χιλιάδων χρυσά φλουριά, συμπεριφέρεται με μυστικοπάθεια.
Μπορεί να βγει μέσα στη νύχτα και να καθίσει στο σαλόνι του
σπιτιού και να καπνίζει ήσυχος ήσυχος το τσιμπούκι του.
Αν δεν τον ενοχλήσουν οι νοικοκύρηδες, δεν έχουν να φοβηθούν
τίποτα. Αν μάλιστα τον κεράσουν κανένα ηδύποτο, μπορεί να τους συμπαθήσει.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τους υποδεικνύει κρυμμένους
θησαυρούς, οπωσδήποτε όχι τον δικό του.
Έχει όμως μιαν αρχή: δεν ανέχεται την αδιακρισία.
Αν ο άνθρωπος που τον είδε και μίλησε μαζί του σχολιάσει σε
τρίτο πρόσωπο το συμβάν, ο Αράπης τον τιμωρεί μ’ ένα δυνατό χαστούκι, που δεν
είναι θανατηφόρο, αλλά διαγράφει αμέσως την μνήμη του αδιάκριτου.
Κατά τα άλλα, ο Αράπης ασχολείται με την εκτροφή των
φλουριών του.
Πραγματικά, τα βγάζει έξω στα χωράφια και τα βόσκει σαν να
ήταν πρόβατα.
Πάει μπροστά αυτός και κουδουνίζουν εκείνα πίσω του σαν
κοπάδι ζωντανό και βλέπουν οι άνθρωποι το θαύμα και δεν λένε σε κανέναν τίποτα,
γιατί ακόμα κι αν δεν τους περάσουν οι γείτονές τους για τρελούς, θα τους
τρελάνει ο Αράπης με κανένα χαστούκι.
Θρύλοι της
Μεταμόρφωσης - Νηρηίδες ή Νεράιδες
*Αφιερωμένο στην μνήμη του Κων/νου Β.Αθανασόπουλου
Σε πολλά χωριά του νομού
Μεσσηνίας , υπάρχουν ιστορίες με Νεράιδες που περνούν από στόμα σε στόμα
και από γενεά σε γενεά το ίδιο
συμβαίνει στην Μεταμόρφωση αλλά και στην
ευρύτερη περιοχή.
Τα πλάσματα αυτά, ανέκαθεν συνδεόταν με τα νερά, είτε των
ποταμών είτε των πηγαδιών.
Οι κάτοικοι στο Κοντογόνι
μιλούν ακόμη για τις Νεράιδες της Μεγάλης Βρύσης της πηγής που υπάρχει στο κρυόρεμα
Στο Μανιάκι μιλούν για
μία τοποθεσία ανάμεσα στο χωριό τους
και στον Κουφιέρο , που την λένε
Τραγοπήγαδο. Το οποίο σήμερα όπως έχω πληροφορηθεί δεν υπάρχει
Στην Μεταμόρφωση σύμφωνα
με τον αείμνηστο Κώστα Αθανασόπουλο «Νεραιδομάννα » ήταν το ρέμα που κατεβαίνει
από την πηγή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο ρέμα της Καμπύροβας στην τοποθεσία «βαενάκια».
Δεύτερη εστία σύμφωνα
πάντα με τον Κώστα Αθανασόπουλο ήταν η
Στέρνα του Αγγελή δίπλα στην Παλαιά
Βρύση (η οποία δεν υπάρχει πλέον λόγω του εκσυχρονισμού της Αγροτικής οδοποιίας
) η οποία ήταν ο μοναδικός τροφοδότης νερού της Μεταμόρφωσης έως και το 1960.
Χώροι εμφάνισης νεράιδων ήταν ακόμα το ρέμα από το Κεραμίδι
έως τις βορόλακες καθώς και η ρεματιά
στις Σοφάδες
Τι έιναι οι Νηρηίδες
ή Νεράιδες
Οι Νηρηίδες, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, που
προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας.
Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής
εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά
άλλη άποψη.
Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του
πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή
καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή
στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.
Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην
ομορφιά.
Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την
ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους και συνόδευαν τά
άρματα των ενάλιων θεών.
Οι πιο γνωστές από αυτές είναι η Αμφιτρίτη, η οποία ήταν
γυναίκα του Ποσειδώνα και μητέρα του Τρίτωνα, η Θέτις (η μελλοντική μητέρα του
ήρωα Αχιλλέα), η Ψαμάθη (γυναίκα του Αιακού) και η Γαλάτεια (γυναίκα του
κύκλωπα Πολύφημου).
Τα ονόματα των Νηρηίδων που συναντούται στη Θεογονία του
Ησίοδου αναφέρονται στις διάφορες καταστάσεις και χάρες της θάλασσας.
Υπενθυμίζουν τα ευεργετήματα της θάλασσας, τα πλούτη που δίνει στον άνθρωπο και
την ευκολία που παρέχει στο εμπόριο.
Τα ονόματα των 50 Νηρηίδων (κατά τον Ησίοδο) ήταν τα εξής:
Αγαύη, Ακταία, Αλία,
Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Αυτονόη, Γαλάτεια, Γαλήνη, Γλαύκη, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωτώ,
Ερατώ, Ευαγόρη, Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράτη, Ευλιμένη, Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη,
Θάλεια, Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη, Ιππονόη, Κλυμένη, Κυματολήγη, Κυμοδόκη,
Κυμοθόη, Κυμώ, Λαομέδεια, Λειαγόρη, Λυσιάνασσα, Μελίτη, Μενίππη, Νημερτής,
Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Πασιθέα, Πολυνόη, Ποντοπόρεια, Προνόη, Πρωτομέδεια,
Πρωτώ, Σαώ, Σπειώ, Φέρουσα, Ψαμάθη.
Οι Νηρηίδες στη τέχνη τόσο στα μελανόμορφα αγγεία όσο και
στα ερυθρόμορφα αλλά και στη γλυπτική κατέχουν την πλέον αξιόλογη θέση σε
εμπνεύσεις επικής δραματικής και λυρικής ποίησης απεικονιζόμενες με σεμνότητα
μορφής και ενδυμάτων ενίοτε και γυμνές παίζοντας με τους Ερωτιδείς αλλά και σε
παραστάσεις με υπαινιγμό σε μεταθάνατο ζωή στις νήσους των Μακάρων.
Λαογραφία
Οι Νηρηίδες παραμένουν μέχρι και σήμερα στις δοξασίες των Ελλήνων
με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες "Νεράιδες".
Νηρηίδες ήταν ο πιο αρχαίος τύπος του ονόματος όπως τον
μεταφέρει ο Όμηρος, ο Ησίοδος κ.α.
Οι δύο αυτές λέξεις, ΄΄νεράιδα΄΄ και ΄΄Νηρηίδα΄΄, ανάγονται
στον όρο Nerti , που σημαίνει «βυθίζω».
Η παρετυμολογία του
ονόματος, σύμφωνα με την οποία το ΄΄νεράιδα΄΄ προέρχεται από τη λέξη ΄΄νερά΄΄,
αποδίδει επίσης τη στενή τους σχέση με το νερό.
Άλλωστε οι νεράιδες
των παραμυθιών μοιάζουν εξ ορισμού υδάτινες. Όπως και οι νύμφες ζουν στα βουνά,
στα δάση, στα ποτάμια, σε βρύσες, σε συντριβάνια, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση,
και αποκαλούνται με πολλά ονόματα : ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες,
αβραγίδες κτλ.
Κινούνται σε χώρους κυκλικούς (αλώνι, συντριβάνι, λίμνη,
στέρνα), όπως κυκλικές είναι οι κινήσεις τους στον χορό ή στο γνέσιμο.
Ο χορός τους αφήνει κυκλικά χνάρια στο χορτάρι σύμφωνα με
τις παραδόσεις πολλών λαών.
Είναι όμορφες με μακριά ξανθά μαλλιά συνήθως πράσινα μάτια
φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι
και οι ελαφρό ίσκιοτοι .
Αρχηγός τους είναι η κυρά - Κάλω και έχουν πολλά ονόματα
όπως Αστέρω, Ουρανία, Λαμπετία, Κανέλα, Κάλω κ.α..
Τους αρέσει ο χορός και συχνά αρπάζουν τους λυράδες για να
τους παίξουν και να χορέψουν , και συνήθως βγαίνουν τα μεσάνυχτα μπαίνουν στα
σπίτια και κλέβουν τα ρούχα των γυναικών.
Σαν γυναίκες,
προκαλούν του άνδρες, τους θέλγουν και ύστερα τους ξεφεύγουν, μέσα από μία
διχασμένη έκφραση της σεξουαλικότητάς τους.
Παρά την υπερφυσική τους προέλευση οι δραστηριότητές τους
ταυτίζονται με τις παραδοσιακά γυναικείες:
φροντίζουν για την
καθαριότητα του σώματος και αγαπούν γενικά το νερό.
Οι Νεράιδες
παντρεύονται με Νεράιδους κάνουν παιδιά ενώ σε κάποιες παραδόσεις υφαίνουν.
Η νεράιδα αναπαριστά την ιδανική και τρομακτική θηλυκότητα.
Συγκεντρώνει πολυάριθμες γυναικείες ιδιότητες : οι
αναπαραστάσεις της παραπέμπουν στη συμβολική του νερού, του γνεσίματος και του
νοικοκυριού, στις αναπαραστάσεις της νύφης, στον πόθο και στον θάνατο
Το στοιχειό στο
Γερματαλώνι της Μυγδαλίτσας
Όπως μου το αφηγήθηκε ο αείμνηστος Κώστας Αθανασόπουλος και
όπως το έμαθε από την γιαγιά του :
Στη θέση Γερματαλώνι
της Αμυγδαλίτσας υπήρχε ένα τεράστιο πέτρινο αλώνι. Το έλεγαν έτσι επειδή η
πέτρα του ήταν διαλεχτή και καλοτοποθετημένη.
Δίπλα του υπάρχει ένα μεγάλο πλάτωμα που τα καλοκαίρια
γέμιζε βοσκούς από το Μανιάκι το Σαπρίκι το Παιδεμένου και από το Σκάρμηγκα
εκεί οι βοσκοί έστηναν μεγάλα γλέντια με ψητά αρνιά και άφθονο κρασί.
Στην διάρκεια ενός γλεντιού στη Μυγδαλίτσα αντάριασε ένα
άσπρο σύννεφο κατέβηκε και πήρε μαζί του μια πανέμορφη κοπέλα που χόρευε.
Μετά από μερικές
ημέρες την κοπέλα την είδε ένας τσοπάνης στην σπηλιά του Μάρκελου στην
Κατσουλόλιμνα στο Νάσια.
Ο τσοπάνης το ανέφερε στον πατέρα της που την έψαχνε και
αυτός έτρεξε αμέσως εκεί να την βρεί .Πηγαίνοντας στην σπηλιά την βρήκε στην
είσοδο και την ρώτησε τι κάνει εκεί .αυτή του απάντησε ότι την πήρε το στοιχειό
και την έκανε γυναίκα του.
Ξαφνικά ακούστηκε θόρυβος και η κόρη έκρυψε τον πατέρα της
στην σπηλιά. Μπαίνοντας το στοιχειό στην είσοδο μυρίστηκε ανθρώπινο κρέας και
ρώτησε την κοπέλα αν βρίσκεται κάποιος άνθρωπος μέσα.
Μπα θα έφαγες έξω που γυρίζεις κανέναν άνθρωπο καημένε και
σου μυρίζει, ανθρώπινο κρέας του απάντησε η κοπέλα όχι - επέμενε το στοιχειό -
μου μυρίζει ανθρώπινο κρέας δω μέσα ,αν ερχόταν ο πεθερός σου θα τον έτρωγες ;
τον ρώτησε τότε με μεγάλη αγωνία η κοπέλα ,αυτόν όχι της απάντησε το στοιχειό τότε
αυτή φώναξε τον κρυμμένο πατέρα της να εμφανιστεί και ο πατέρας της εμφανίστηκε
μπροστά στο στοιχειό, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ρώτησε το στοιχειό.
Τι δώρο να σου κάνω για το γάμο ;
Θα σου πω , απαντά το στοιχειό .
Στη Λίμνα κάθε σούρουπο παλεύω με ένα άλλο στοιχειό και δεν
μπορεί να νικήσει κανείς. Κάθε μέρα όμως αλλάζουμε χρώματα το ένα στοιχειό
γίνεται μαύρο και το άλλο λιάρο.
Τη Δευτέρα που θα είμαι εγώ το μαύρο θα έρθεις και αφού θα
έχεις κάνει δύο σωρούς , έναν με κρέατα και έναν με λιθάρια , θα πετάς σε μένα
τα κρέατα και στο λιάρο στοιχειό τα λιθάρια και έτσι θα το νικήσω.
Πραγματικά τη Δευτέρα ήταν εκεί ο πατέρας της κοπέλας με δύο
σωρούς κρέατα και λιθάρια.
Όταν όμως άρχισαν να παλεύουν τα στοιχειά πέταγε στον γαμπρό
του τα λιθάρια και στο ξένο στοιχειό τα κρέατα , με αποτέλεσμα αυτό να σκοτώσει
το στοιχειό - γαμπρό του , και έτσι να ελευθερώσει την κοπέλα και να την φέρει
πάλι πίσω στο σπίτι τους .
Η κόρη όμως που ήταν έγκυος γέννησε ένα όμορφο αγόρι που
όταν άρχισε να μεγαλώνει χανότανε για ώρες.
Ο παππούς του παρακολουθώντας το ,το βρήκε να πηγαίνει στο
Γερματαλώνι στη Αμυγδαλίτσα και εκεί στη μέση στο στυγερό να γίνεται μαύρο φίδι
και να κουλουριάζεται πάνω του.
Ο γέροντας δεν είπε τίποτα και έφυγε .
Κάποιος Μανιακαίος όμως που έβλεπε συχνά το αγόρι στο
Γερματαλώνι , το ρώτησε τι κάνει εκεί και αυτό του απάντησε ότι περιμένει να
γεμίσει το αλώνι γεννήματα (σιτάρι).
Δε γεμίζει ποτέ παιδί μου ,του είπε ο Μανιακαίος.
Θα γεμίσει ,του απάντησε ο νέος
Πράγματι σαν έγινε είκοσι χρονών ο νέος το αλώνι γέμισε και
ο παππούς του που το παρακολουθούσε και ήξερε το μοιραίο βγήκε και τον ρώτησε
τι σημαίνει αυτό.
Ότι ήρθε η ώρα να παλέψουμε και να σε σκοτώσω , απάντησε ο
νεαρός και αμέσως έγινε μαύρο φίδι και σκότωσε τον γέροντα παίρνοντας εκδίκηση
για το στοιχειό - πατέρα του στο Γερματαλώνι .
Η μάνα του όμως που το έμαθε πικράθηκε πολύ και για να την
ησυχάσει ο νέος της έκανε δώρο μια βρύση νερό, που έτρεχε δυτικά στην πλαγιά
της Μυγδαλίτσας στο Λιθαράκι που στέρεψε όμως με τον θάνατο της.
Η Γουρούνα με τ΄αμέτρητα γουρουνάκια
Πριν πάρα πολλά χρόνια ένας χωριανός μας που γυρνούσε από
πότισμα στο Πέρα Χωριό μετά τα μεσάνυχτα στις 03:00 π.μ., είδε ,μια γουρούνα με
τα γουρουνόπουλά της και τότε έσκυψε να την πιάσει γιατί υπέθεσε ότι ήταν
κάποιου γείτονά του.
Το ζώο όμως έκανε σαν δαιμονισμένο, τότε κατάλαβε ότι ήταν
ξωτικό και άναψε ένα τσιγάρο και το ζώο εξαφανίστηκε. Εκείνος έκανε το σταυρό
του και δεν ξαναπότισε νύχτα
Ο ίδιος ο άνθρωπος είχε ένα άλογο και όπου και να πήγαινε
ήταν πάντα καβάλα στο άλογό του. Στο δρομολόγιο που έκανε καθημερινώς βρισκόταν
μια στέρνα που είχε νερό χειμώνα- καλοκαίρι.
Όταν πέρασε μια νύχτα από τη στέρνα άκουσε γλέντια και
βιολιά. Τότε πήγε κοντά για να δει από που προέρχονταν το γλέντι και είδε
κοπέλες ασπροφορούσες με μακριά μαλλιά να γλεντούν.
Μια από αυτές πλησίασε το αλογό του και το άλογο χλιμίντρησε
, επειδή ο άνθρωπος φοβήθηκε έβγαλε το δίκαννο που είχε μαζί του. Εκείνη τη
στιγμή η κοπέλα έπιασε το άλογο από το χαλινάρι και του είπε ,ότι επειδή ήταν
καλός άνθρωπος θα τον αφήσει να φύγει και δεν θα τον πειράξει.
Όμως αν ξανακούσει γλέντι να μην ξαναπεράσει από κει γιατί
τότε θα πάθει μεγάλο κακό.
Τα Σμερδάκια στα αβάπτιγα παιδιά
Τόπος φόβου για τους χωριανούς μας ήταν και είναι (τα
αβάπτιγα παιδιά ) στο φαράγγι που αρχίζει από τον Αι Γιώργη και καταλήγει στην
βορόλακα .
Ο Μύθος εδώ λέει ότι τα αβάπτιγα παιδιά που πέθαιναν , εκεί
ήταν ο προορισμός τους .
Τα πετούσαν στην ρεματιά και αυτά μεταμορφώνονταν σε
σμυριδάκια, έφθαναν σε ύψος το μισό μέτρο είχαν κάτασπρη γενειάδα και κοφτερά
δόντια.
Εμφανίζονταν συνήθως σε μοναχικά άτομα τις νυχτερινές ώρες
και σκαρφάλωναν στην πλάτη των ανυποψίαστων οδοιπόρων.
Εδώ η αντίδραση των ..θυμάτων έπρεπε να είναι προσεκτική .
Με αργές κινήσεις έπρεπε να τα αγκαλιάσουν και με νανούρισμα
,όπως κουπε πε και κουπε πέ να τα αφήσουν στο έδαφος.
Αν έκαναν το λάθος και τα απωθούσαν βίαια τότε το αποτέλεσμα
θα ήταν τρομαχτικό .Έκαναν επίθεση στο ..θύμα και το ξέσκιζαν με τα κοφτερά
τους δόντια.
Πολλοί είναι οι μύθοι που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και
από γενιά σε γενιά στην περιοχή μας ,από τους ποιο σημαντικούς είναι αυτός που
αναφέρεται στο σαραντάρβαλο λεβέτι,
Σύμφωνα με την παράδοση γύρω στα 1600 στην περιοχή
σικαλίστρα υπήρχε μεγάλος οικισμός σαν συνέχεια του βυζαντινού οικισμού της
Αλιάρτου που καταστράφηκε από τον Βαγιαζήτ τον Β γύρω στα 1502,
Στην τοποθεσία Λιθαράκι υπήρχε μια σημαντική πηγή που οι
κάτοικοι την χρησιμοποιούσαν σαν πηγή ύδρευσης και ταυτόχρονα εκεί κάθε μέρα
όλες οι γυναίκες του οικισμού έπλεναν τον ρουχισμό τους.
Κάποια ημέρα δίπλα στην μικρή λίμνη που σχημάτιζε η πηγή
έπαιζε αμέριμνο το παιδί ενός Τούρκου αξιωματούχου ενώ η μητέρα του παραδίπλα
έπλενε τον ρουχισμό τους.
Κάποια στιγμή το παιδί βρέθηκε μέσα στο νερό της λίμνης και
καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια ,η μητέρα του πάνω στην απελπισία της αφού
επικαλέστηκε την βοήθεια του θεού της ,πέταξε μέσα στην πηγή το λεβέτι που
κρατούσε ,ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν για αρκετά λεπτά ,η πηγή στέρεψε και η
γυναίκα έβγαλε το παιδί.
Η παράδοση αναφέρει πως το νερό της πηγής θα ξαναεμφανιστεί
όταν κάποιος αποφασίσει να θυσιαστεί ( στη θέση του μικρού παιδιού ) σκάβοντας
στο σημείο αυτό να βγάλει το λεβέτι .
Οι Νεράιδες στην στέρνα του Αγγελή
« Στου Αγγελή την στέρνα κάθε βράδυ βγαίνει, άμα περάσουν
μεσάνυχτα μια Νεράιδα , κ΄έχει ένα χρυσό χτένι, μια ασημένια τσατσάρα και
χτενίζεται.
Αλλά και σε άλλες βρύσες και πηγές είναι το βράδυ Νεράιδες
που χτενίζονται .Λένε ακόμη ότι μια βρύση τα μεσάνυχτα έπαυε να βγάζει νερό.
Τότε έβγαινε μια Νεράιδα από μέσα και αφού έκανε μια βόλτα ένα γύρο έπειτα
έμπαινε πάλι μέσα. Τότε η βρύση άρχιζε να βγάζει πάλι νερό.
Μια νύχτα πέρναγε από εκεί ένας συγχωριανός μας και την είδε
να στέκεται κοντά στη βρύση. Την πέρασε για μια φιλενάδα του την πλησίασε και
την χαιρέτησε.
Εκείνη δεν του απάντησε, αλλά άφησε ένα ηχηρό γέλιο και
έπειτα έγινε άφαντη.
Τότε εκείνος κατάλαβε πως ήταν ξωτικό.
Όταν γύρισε στο σπίτι του έπεσε άρρωστος.
Όλο το κορμί του πέταξε πετάλες και ήταν άρρωστος όλο το
χρόνο.»
Η Νεραιδοπηγή της ..Μεγάλης Βρύση στο Κρυόρεμμα
Λέει λοιπόν ο τοπικός μύθος, για την Μεγάλη βρύση .
Τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω γύρω, που είναι
κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή. εξαιτίας του ότι βρίσκεται μέσα στο
φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες! Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος
από το Κοντογόνι , άκουσε το τραγούδι τους και από περιέργεια πλησίασε στην
πηγή.
Κι εκεί τις είδε!
Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο
φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν!
Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του
χάιδευε τ' αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον
"αέρινο" χορό τους.
Συνεπαρμένος απ' όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν
μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει μαζί τους το χορό.
Οι Νεράιδες χόρευαν μαζί του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα
όσα γίνηκαν μπροστά του. Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο νέος δεν ήξερε αν
έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεράιδες στο χορό τους.
Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια
αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη μεγάλη βρύση και κοίταζε τις Νεράιδες που
χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ' αυτές και δεν
χόρταινε να την κοιτάζει! Ήταν ερωτευμένος μαζί της!
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και
ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα
πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν'
αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν
τρόπο.
Ήρθε το βράδυ και ο
νέος πήγε στη πήγε στη μεγάλη βρύση.
Άρχισε το τραγούδι καθισμένος δίπλα στην λίμνη .
Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό.
Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τον χορό και
έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά.
Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα
τίποτα!
Ο νέος την κρατούσε
γερά!
Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά,
πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο νέος την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και
δεν την άφηνε.
Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες
εξαφανίστηκαν.
Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως
ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του.
Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά
της δεν την άκουσε ποτέ! Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος με τη βουβαμάρα της
Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να
μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη
συμβουλή της.
Εκείνη του ορμήνεψε
να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας
του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει:
"Δε μου μιλάς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο
φούρνο".
Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι
θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή:
"Μη σκύλε το παιδί μου!". Του τ' άρπαξε από τα
χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί.
Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα,
αλλά μάταια.
Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια.
Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν.
Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη
μόλυνε.
Γι' αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πάνω σε μια βρύση
στον κάναλο
Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το
παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει.
Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν.
Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει.
Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν, γι'
αυτό τα νερά στο κρυόρεμα εμφανίζονται θολά πότε - πότε.
Κάποια εποχή , ήταν ένας αρχιτσέλιγκας με ένα αμέτρητο
κοπάδι. Μέσα σε αυτό το κοπάδι είχε ένα κριάρι που ξεχώριζε από όλα τα άλλα
ήταν το καμάρι του, ήταν το καύχημα του .
Από ψηλά τον παρακολουθούσε ο χάρος έβλεπε το κοπάδι μα του
είχε γυαλίσει το κριάρι και αποφάσισε να το πάρει.
Φωνάζει την κακάσχημη πανούκλα που είχε στην υπηρεσία του
και της λέει ,τράβα στον βοσκό και πές του ότι το κριάρι το θέλει ο χάρος και
αν δεν στο δώσει εξαφάνισε το κοπάδι. Φτάνει η πανούκλα στην στάνη βρίσκει τον
βοσκό και του ζήτησε το καμάρι του αυτός αρνήθηκε να της το δώσει .
Η πανούκλα γεμάτη θυμό εξαφάνισε το κοπάδι, ο βοσκός δεν το
έβαλε κάτω ξαναδημιούργησε το κοπάδι και απέκτησε ένα νέο κριάρι εφάμιλλο αυτού
που έχασε ,ο χάρος όμως που παρακολουθούσε τον βοσκό αποφάσισε να του το πάρει
,φώναξε την πιστή του φίλη χολέρα και την έστειλε στον βοσκό για να το φέρει.
Η χολέρα έφθασε στην στάνη βρήκε τον βοσκό και του μετέφερε
την επιθυμία του χάρου μα αυτός ήταν και πάλι ανένδοτος το κριάρι δεν το
παρέδωσε. Θυμωμένη η χολέρα και ακολουθώντας τις οδηγίες του χάρου εξαφάνισε
και αυτή το κοπάδι .
Ο βοσκός δεν πτοήθηκε με πολύ κόπο έφτιαξε νέο κοπάδι και
μέσα σε αυτό ήταν ένα κριάρι που τα προηγούμενα δύο μπροστά του έμοιαζαν
ασήμαντα ,ο χάρος γεμάτος θυμό για την ανυπακοή του βοσκού αποφάσισε να πάει ο
ίδιος να το πάρει.
Φθάνοντας στην στάνη χτυπάει την πόρτα του βοσκού και του
συστήνεται λέγοντας ορθά κοφτά στον
βοσκό ,ή μου δίνεις το κριάρι, ή τα μαζεύεις και με ακολουθείς για τον Αχέροντα
ποταμό .
Ο βοσκός αρνήθηκε να του το δώσει και του απάντησε προτιμώ
να με πάρεις μαζί σου αλλά το κριάρι δεν στο δίνω.
Ο χάρος τότε του απάντησε εμπρός ακολούθα με ,ο βοσκός δεν
μπορούσε να κάνει διαφορετικά και ακολούθησε τον χάρο. Στον δρόμο έπιασαν την
κουβέντα σε κάποια στιγμή ο βοσκός του λέει βρέ χάρε να σε ρωτήσω κάτι που με
τρώει η περιέργεια χρόνια τώρα και αν θές μου απαντάς ,ρώτα με του λέει ο
χάρος.
Καλά πως γνωρίζεις πότε έρχεται το τέλος κάποιου και έρχεσαι
και τον παίρνεις τον ρωτάει ο βοσκός, ά λέει ο χάρος εκεί στον πύργο μου έχω
μια τεράστια αίθουσα ή οποία είναι γεμάτη με καντήλια γεμάτα λάδι και μια φλόγα
που καίει, και κάθε καντήλι αντιστοιχεί σε μια ανθρώπινη ζωή , όταν λοιπόν
βλέπω σε ποιο καντήλι τελειώνει το λάδι και τρεμοσβήνει πηγαίνω το σβήνω και
παίρνω αυτή την ζωή και την οδηγώ στον άλλο κόσμο.
Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο τώρα του λέει ο βλάχος για να μου
φύγει η απορία , ρώτα του απαντά ο χάρος , το δικό μου καντήλι το έχεις δει και
που έχει φτάσει το λάδι του.
Βεβαίως του λέει ο χάρος το έχω μπροστά μου και το λάδι του
είναι κάπου στην μέση του καντηλιού. Α τότε του λέει ο βλάχος δεν μπορείς να με
πάρεις ξαναγυρνάω πίσω.
Ο χάρος κοκάλωσε δεν περίμενε αυτή την αντίδραση ,από τότε
δεν είπε ξανά σε κανέναν για το πού έχει φτάσει το λάδι στο καντήλι του και
έρχεται πάντα με το τελειωμό του.
Το πάθημα του έγινε μάθημα από τον πονηρό τον βλάχο.