Τρείς μήνες συμπληρώνονται από την ημέρα που η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σχημάτισε κυβέρνηση.
Μία από τις πρώτες εξαγγελίες ήταν και η πλήρης και καθολική εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, ένας νόμος ο οποίος περισσότερο θύμιζε… Γεφύρι της Άρτας.
Και αυτό γιατί, δέκα ολόκληρα χρόνια από την ψήφιση του, έπειτα από δεκάδες εγκυκλίους, διατάγματα και εξαγγελίες των εκάστοτε κυβερνώντων, καμία εκ των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν μπόρεσε να επιβάλει την εφαρμογή του.
Ο περιβόητος νόμος ψηφίστηκε το 2008, ενώ το 2010 ξεκίνησε η εφαρμογή του, με την τότε υπουργό Υγείας Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου να βεβαιώνει πως οι διατάξεις του θα τηρηθούν μέχρι τελευταίας αράδας. Μάλιστα, το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πρόσθεσε και το ηλεκτρονικό τσιγάρο στις απαγορεύσεις, προαναγγέλλοντας και αυτή με τη σειρά της αυστηροποίηση των διατάξεων και ακόμη υψηλότερα πρόστιμα για τους παραβάτες.
Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις, τις εγκυκλίους και το όψιμο ενδιαφέρον των κυβερνώντων η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος απέτυχε παταγωδώς στο να εκπονήσει μια αποτελεσματική αντικαπνιστική πολιτική, πολλώ δε μάλλον να επιβάλει την εφαρμογή της απαγόρευσης του καπνίσματος κλειστούς χώρους. Οι έλεγχοι μέχρι πρότινος πραγματοποιούνταν με το σταγονόμετρο, και οι καταστηματάρχες έκαναν τα «στραβά μάτια» για να μη δυσαρεστήσουν τους καπνιστές θαμώνες των καταστημάτων και συνεπακόλουθα να μη χάσουν πελάτες.
Το εάν τα πράγματα θα αλλάξουν με τη νέα κυβέρνηση, θα το δείξει το μέλλον.
Οι πρώτες καπνοαπαγορεύσεις
Οι αντικαπνιστικές εκστρατείες και συνολικά οι απαγορεύσεις ωστόσο δεν είναι κάτι καινούριο και σίγουρα δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Και μπορεί στην εποχή μας τα κράτη να προσπαθούν να επιβάλλουν την εφαρμογή των απαγορεύσεων με ειρηνικά μέσα, ωστόσο εάν κάποιος ανατρέξει στην ιστορία του μέτρου που χάνεται μέσα στους αιώνες θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι έχει χυθεί πολύ αίμα στην προσπάθεια καθεστώτων να καταπνίξουν την τόσο αγαπημένη, γλυκιά αλλά εθιστική και βλαβερή συνήθεια των υπηκόων τους.
Η πρώτη καταγεγραμμένη απόπειρα απαγόρευσης του καπνίσματος τοποθετείται στα μέσα του 15ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1575. Επρόκειτο για μία επιφοίτηση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που προσπάθησε να κόψει αυτή τη «διαβολική» συνήθεια στους πιστούς που ζούσαν στις ισπανικές αποικίες.
Το 1617, ήταν η σειρά της Μογγολίας να μπει στο… χορό της καπνοαπαγόρευσης. Ο αυτοκράτορας επέβαλε μέχρι και τη θανατική ποινή σε όσους υπηκόους αψηφούσαν τις εντολές του και χρησιμοποιούσαν με τον οποιονδήποτε τρόπο τον καπνό.
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1624, το Βατικανό επανήλθε δριμύτερο: Ο Πάπας Ουρμπίνος ο 8ος εξήγγειλε μία παγκόσμια καμπάνια απαγόρευσης της χρήσης του καπνού ειδικά για εκκλησίες, απειλώντας μάλιστα με αφορισμό τους πιστούς. Και αυτό, γιατί σύμφωνα με τους ιερωμένους ο καπνός οδηγεί στο φτέρνισμα το οποίο όπως υποστήριζαν μοιάζει πολύ με τη σεξουαλική ικανοποίηση...
Με πολύ πιο βίαιο τρόπο, ο Σουλτάνος Μουράτ το 1633 προσπάθησε να κόψει το κάπνισμα στους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μουράτ δεν σήκωνε αστεία με την εφαρμογή της εντολής του και όποιος τον αψηφούσε αντιμετώπιζε ακόμα και τον κίνδυνο της εκτέλεσης. Μάλιστα, λέγεται πως ο ίδιος ο Σουλτάνος περιπολούσε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης ψάχνοντας για παραβάτες, ενώ εάν έβλεπε κάποιον στρατιώτη να καπνίζει τον σκότωνε ο ίδιος με... συνοπτικές διαδικασίες!
Ο διάδοχος του Μουράτ, ο Ιμπραήμ ο Τρελός φαίνεται πως δεν είχε την ίδια άποψη για το κάπνισμα και απέσυρε με το διάταγμα με το που ανέλαβε καθήκοντα, το 1647.
Σύντομα ο καπνός αποκαθίσταται και μαζί με το κρασί, το όπιο και τον καφέ αποτελούν τα «τέσσερα μαξιλάρια στον καναπέ της ευχαρίστησης», όπως έγραψε και ένας ιστορικός.
Ανάλογες περιπέτειες έζησε η τσαρική Ρωσία, καθώς το 1634, ο Μιχάηλ επέλεξε και αυτός με τη σειρά του να δοκιμάσει τις αντοχές των υπηκόων του και η την απαγόρευση που επέβαλε, τη συνόδεψε με ιδιαίτερα σκληρές ποινές.
Οι παραβάτες – ακόμα και αυτοί που είχαν παρανομήσει για πρώτη φορά- τιμωρούνταν με μαστιγώματα, με σπάσιμο της μύτης, ακόμα και με ταξίδι δίχως επιστροφή στα κάτεργα της Σιβηρίας.
Οι αντικαπνιστικοί νόμοι, φαίνεται πως τον 16ο αιώνα είχαν εξελιχθεί σε μόδα. Ακόμα και κάποιες αγγλικές αποικίες στην πρόσφατα εποικισμένη βόρεια Αμερική, όπως η ακτή της Μασαχουσέτης το 1646, επέβαλαν το μέτρο.
Ειδικότερα, οι πολίτες δεν μπορούσαν να καπνίζουν εντός των ορίων της πόλης, εκτός και εάν βρισκόταν σε απόσταση πέντε μιλίων από το κέντρο της.
Έναν χρόνο αργότερα, η αποικία του Κονέκτικατ, μείωσε με νόμο το κάπνισμα. Για την ακρίβεια οι πολίτες είχαν το δικαίωμα να καπνίζουν μόνο ένα τσιγάρο ημερησίως και αυτό όχι σε κοινή θέα.
Το 18ο αιώνα, το εμπόριο καπνού άνθισε και έγινε μία πολύ επικερδής επιχείρηση, με αποτέλεσμα το έδαφος για νέα μέτρα απαγόρευσης να μην είναι και τόσο πρόσφορο. Εκείνη την περίοδο λίγες χώρες τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Συγκεκριμένα, η Γαλλία επέβαλε περιορισμούς το 1719, όπως επίσης και η πόλη του Βερολίνου το 1723.
Το σκηνικό δεν άλλαξε ιδιαίτερα και τον 19ο αιώνα, αφού μόνο η Νέα Ζηλανδία προχώρησε απαγόρευση καπνίσματος, και αυτό μόνο στο παλιό κοινοβούλιο του Wellington. Βέβαια οι λόγοι ήταν περισσότερο πρακτικοί παρά υγειονομικοί, καθώς το κτίριο ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο ξύλινο κατασκεύασμα παγκοσμίως και υπήρχαν φόβοι μήπως... αρπάξει από κάποιον απρόσεκτο βουλευτή.
Τη σκυτάλη πήρε το Ιράν και εν έτη 1891 ο Σάχης Ayatollah Haji Mirza Hasan Shiraz, απαγόρευσε τη χρήση και εμπορία καπνού στους Σηίτες υπηκόους της μεσανατολικής χώρας. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να τους τιμωρήσει διότι αντέδρασαν έντονα στην παραχώρηση μεγάλου μέρους των καπνών που παρήγαγε το Ιράν στους Άγγλους, ενώ για το συνετισμό των... άτακτων Σηιτών προβλεπόταν μία σειρά από πολύ άγριες ποινές.
Σε μία ασταθή περίοδο γεμάτη ταραχές, το διάταγμα του Σάχη ήταν η «σταγόνα» που ξεχείλισε το ποτήρι. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν η «εξέγερση του καπνού», το αποκορύφωμα της μακράς αντιπαράθεσης μεταξύ της ιρανικής εξουσίας και του Ιερατείου, η οποία καταφανέστατα υποκινούνταν από... ξένα συμφέροντα. Τον επόμενο χρόνο, οι συναλλαγές της χώρας με τους Βρετανούς ανακαλούνται και οι Σηίτες επιστρέφουν δριμύτεροι στην αγαπημένη τους συνήθεια.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, αναπτύσσεται στις ΗΠΑ ένα αντικαπνιστικό κίνημα, με απαρχές στη Βόρεια Ντακότα, η οποία προχώρησε στην απαγόρευση της πώλησης τσιγάρων, με σκοπό να μειώσει τη χρήση τους. Τα επόμενα 26 χρόνια, ακόμη 14 πολιτείες εκπονούν νόμους που απαγορεύουν τη χρήση, την εμπορία και την παρασκευή προϊόντων καπνού, ανάμεσά τους και η καπνοπαραγωγός Νότια Καρολίνα.
Το ρεύμα που δημιουργήθηκε έφτασε στο σημείο να ασκεί αξιοσημείωτη επιρροή στη χώρα, και πολλοί ήταν εκείνοι που το συνέκριναν με το αντίστοιχα αναπτυσσόμενο κίνημα της ποτοαπαγόρευσης.
Αποκορύφωμα ήταν το 1920 όταν και η αντικαπνίστρια Λούσι Γκάστον ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για την προεδρία. Ωστόσο μέσα σε λίγο καιρό, η επιρροή των πολέμιων του καπνού εξασθένισε, και οι πολιτείες σιγά – σιγά προχώρησαν στην κατάργηση των νόμων που είχαν ψηφίσει, με τελευταίο το Κάνσας, που κατήργησε τους τελευταίους περιορισμούς το 1927.
Αδόλφος Χίτλερ, ο φανατικός αντικαπνιστής
Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν ταραγμένα για τον πλανήτη, ενώ στη Γερμανία ανέβηκαν στην εξουσία οι Ναζί και ο Αδόλφος Χίτλερ. Πέρα από τα συντρίμμια και εκατομμύρια νεκρούς που άφησαν πίσω τους στα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, άφησαν και μία «κληρονομιά» την οποία λίγοι γνωρίζουν.
Ο λόγος για την πρώτη επιστημονικά τεκμηριωμένη αντικαπνιστική πολιτική, η οποία συνοδεύτηκε από μία τεράστιας έκτασης καμπάνια για να την προωθήσουν. Η Γερμανία είχε το πιο ισχυρό αντικαπνιστικό κίνημα στον κόσμο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30 μέχρι και τα τέλη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την περίοδο που το τρίτο Ράιχ μεσουρανούσε στην Ευρώπη.
Για να καταδείξουν μάλιστα την ανωτερότητα της κοσμοθεωρίας τους, οι ναζί αντικαπνιστές υπενθύμιζαν ότι οι Φράνκο, Μουσολίνι και Χίτλερ, οι αρχηγοί των καθεστώτων που αιματοκύλισαν την Ευρώπη, ήταν φανατικοί πολέμιοι του καπνίσματος, σε αντίθεση με τους Τσόρτσιλ, Στάλιν και Ρούσβελτ που ήταν... φουγάρα.
Πολλοί αξιωματικοί και γιατροί που στήριζαν το καθεστώς πίστευαν πως το κάπνισμα ήταν μία βλαβερή συνήθεια για την άρια φυλή που οραματιζόταν οι Ναζί. Μάλιστα, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που εκπονήθηκαν οι πρώτες επιστημονικές έρευνες για τις συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία.
Πάνω σε αυτές τις μελέτες και σε συνδυασμό με τα όσα υποστήριζαν περί αγνότητας του σώματος και της γερμανικής φυλής, στηρίχθηκε η αντικαπνιστική καμπάνια.
Η όλη προσπάθεια συνοψίζεται στα λεγόμενα του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον καπνό ως «την οργή του κόκκινου ανθρώπου ενάντια στο λευκό άνθρωπο», και για την επιτυχία του εγχειρήματος επιστρατεύτηκε και ο περίφημος μηχανισμός προπαγάνδας που είχε στήσει ο «επιστήμονας» του είδους Γιόζεφ Γκέμπελς.
Η αντικαπνιστική πολιτική έγινε ακόμη πιο επιθετική από τα τέλη της δεκαετίας του 30, όταν και η λουφτβάφε (η γερμανική αεροπορία) επέβαλε απαγόρευση καπνίσματος στα αεροπλάνα, ένα μέτρο που αργότερα επεκτάθηκε σε κυβερνητικά κτήρια, νοσοκομεία και ξενώνες. Ακολούθησε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα που επέβαλε ανάλογη απαγόρευση στα γραφεία του.
Η συγκεκριμένη πολιτική είχε επιπτώσεις μέχρι και στην πολεμική μηχανή της χώρας. Τον Ιούνιο του 1940 ανακοινώθηκε η μείωση διανομής τσιγάρων στο στράτευμα, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Γερμανίας, καθώς και στα καταφύγια των αμάχων.
Παρά τα σκληρά όμως μέτρα που επέβαλε το ναζιστικό καθεστώς, οι Γερμανοί δεν φάνηκαν πρόθυμοι να... πειθαρχήσουν και συνέχισαν μανιωδώς την αγαπημένη τους συνήθεια, ενώ πολλοί ιστορικοί έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα ήταν μία μορφή αντίστασης.