ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΤΕ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ Η ΑΛΙΑΡΤΟΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ 2 ΕΚΔΟΧΕΣ
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΟ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΤΟΥ ΒΟΓΙΑΖΗΤ ΤΟΥ Β ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΑ 1500
Ο Μεζίχ
πασάς απέτυχε εντελώς, αφού δέν κατέλαβε ούτε τήν οχυρωμένη Αλικαρνασσό
(Petronium) καί αποχώρησε, επιτρέποντας έτσι στούς ιππότες νά συνεχίσουν τήν
αντιτουρκική τους δραστηριότητα στό Αρχιπέλαγος.
Τήν ίδια
περίοδο, η Βενετία η οποία θέωρησε προδοτική τή διαγωγή των Ευρωπαίων,
νά μήν τήν βοηθήσουν στόν πόλεμο κατά των μουσουλμάνων, παρότρυνε τόν Μωάμεθ
Β' νά καταλάβει καί τήν Κάτω Ιταλία η οποία ανήκε στήν επικράτεια της Ελληνικής
Αυτοκρατορίας καί δικαιωματικά τώρα ανήκε στόν κατακτητή αυτής της
αυτοκρατορίας.
Ο Μωάμεθ
συνέλαβε αμέσως τό νόημα καί απέστειλε τόν Γκεντίκ Αχμέτ ο οποίος
αιφνιδιαστικά κατέλαβε τόν Υδρούντα (Otranto) στήν Απουλία,
σκορπίζοντας τόν τρόμο στήν Ευρώπη καί ιδιαίτερα στόν βασιλέα της Νεαπόλεως
(Napoli) Φερδινάνδο Α'. Ομως η μοίρα βοήθησε τούς Λατίνους, αφού πέθανε
ο Μωάμεθ (1481) καί οι διάδοχοί του άρχισαν εμφύλιο πόλεμο, αναγκάζοντας
τόν Αχμέτ νά εκκενώσει τό Οτράντο.
Τό επίκεντρο των πολεμικών διενέξεων αυτή τήν εποχή ήταν ο Μωριάς.
Οι αδελφοί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου,
Δημήτριος καί Θωμάς, φάνηκαν ανάξιοι των περιστάσεων καί δέν έκαναν τίποτα γιά
νά εμποδίσουν τίς τουρκικές ορδές πού κατέλαβαν τήν Πελοπόννησο.
Αντίθετα,
ορισμένοι οπλαρχηγοί αντιστάθηκαν καί πολέμησαν μέ γενναιότητα. Ο
σημαντικότερος αυτών ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς.
Οταν οι
Βενετοί εσύναψαν ειρήνη μέ τούς Οθωμανούς, τούς παρέδωσαν καί τή Μάνη. Αυτή η κίνηση θεωρήθηκε προδοτική
από τούς ντόπιους κατοίκους οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν ατίθασο πολέμαρχο,
εκδίωξαν τούς Οθωμανούς τουρμάρχες καί σουμπασίδες, καί κατέλαβαν
τά φρούρια στό Τριγόφιλο, Οίτυλο, Καστανιά, Ανδρούσα, Πιάγα, Λεφτίνη καί
Παπαφίγγο. Μέ τόν Κλαδά ένωσαν τίς δυνάμεις τους καί οι παλαίμαχοι
στρατιωτικοί Θεόδωρος Μπούας καί Μέξας Μποζίκης. Μάλιστα γιά νά
προκαλέσουν σύγχυση στίς βενετοτουρκικές σχέσεις, μαζί μέ τίς σημαίες μέ τό δικέφαλο
αετό είχαν υψώσει καί σημαίες μέ τό λεοντάρι του Αγίου Μάρκου.
Οι Βενετοί
πράγματι ταράχθησαν καί αφού έστειλαν απεσταλμένους στήν Πύλη γιά νά βεβαιώσουν
ότι δέν είχαν σχέση μέ τά γεγονότα, συνέλαβαν τά μέλη των οικογενειών των
αρχηγών των επαναστατών, ενώ επικύρηξαν τόν Κλαδά μέ 10000 υπέρπυρα.
Τόν Ιανουάριο του 1480, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά επέμβουν. Δυνάμεις μέ
επικεφαλής τόν σατζάκμπέη του Μοριά Σουλεϊμάν καί τό μπεηλέρμπεη της
Ρούμελης Αλή Μπούμικο εισέβαλαν στή Μάνη καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο
Κλαδάς όμως κατάφερε στίς κλεισούρες του Οίτυλου, νά παγιδέψει καί νά
αποδεκατίσει τίς δυνάμεις του Μπούμικο αναγκάζοντάς τον νά υποχωρήσει
στήν Σπάρτη.
Νέες
δυνάμεις δέκα χιλιάδων γενίτσαρων καί αζάπιδων υπό τή διοίκηση
του Αχμέτ εισβάλλουν στή Μάνη καί επιτίθενται μέ επιτυχία
εναντίον του Κλαδά στήν Καστανιά. Ο ατρόμητος πολέμαρχος κατέφυγε στό Πόρτο
Κάγιο, όπου τόν παρέλαβαν τρείς γαλέρες της Νεάπολης καί τόν Απρίλη του
1480 κατέφυγε στήν Ιταλία. Ο Φερδινάνδος τόν υποδέχτηκε μέ τιμές καί ύστερα από
ένα μήνα τόν έστειλε στή Βόρεια Ηπειρο, όπου ένωσε τίς δυνάμεις του μέ
τόν γιό του Σκεντέρμπεη, Ιωάννη Καστριώτη καί απελευθέρωσαν τήν Χιμάρα.
Ο νέος
μπεηλέρμπεης της Αυλώνας Σουλεϊμάν πασάς προσπάθησε μέ τρείς χιλιάδες νά
ανακαταλάβει τή Χιμάρα αλλά κατατροπώθηκε από τούς Ελληνες καί συνελήφθη
αιχμάλωτος. Δέκα χρόνια παρέμεινε η Χιμάρα ελεύθερη, μέχρι τό 1492 όταν ισχυρές
τουρκικές δυνάμεις ερήμωσαν τήν περιοχή, αιχμαλώτισαν χιλιάδες Ηπειρώτες καί
τούς μετέφεραν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας.
Γιά δύο δεκαετίες οι υπόδουλοι Έλληνες έζησαν μία σχετική περίοδο ηρεμίας, λόγω
της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των δύο υιών του Μωάμεθ, του Βαγιαζήτ Β'
καί του νεώτερου αδελφού του Τζέμ. Η αναμέτρηση των δύο αδελφών κλόνισε
τήν οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δυστυχώς αυτή τήν κατάσταση δέν τήν
εκμεταλλεύτηκαν οι Φράγκοι ηγεμόνες.
Ο Τζέμ νικήθηκε στή μάχη του Γενί Σεχίρ τόν
Ιούνιο του 1481 καί αφού περιπλανήθηκε καταδιωκώμενος στά όρη της Κιλικίας,
ζήτησε άσυλο από τόν μάγιστρο της Ρόδου Πέτρο Δοβουσών.
Μάταιες
απέβησαν οι προσπάθειες του μάγιστρου νά πείσει τούς Ευρωπαίους νά οργανώσουν
σταυροφορία μέ επικεφαλής τόν Τζέμ, εναντίον του σουλτάνου αδελφού του Βαγιαζήτ
Β'. Τελικά ο νεαρός Οθωμανός εστάλη στή Ρώμη, όπου ο πάπας Αλέξανδρος
πού βρισκόταν σέ επαφή μέ τόν Βαγιαζήτ, ενεργώντας ύπουλα καί ανέντιμα τόν
εφυλάκισε.
Εν τώ μεταξύ
στό θρόνο της Γαλλίας είχε ανέβει ο Κάρολος Η', ο οποίος τό 1494
εκστράτευσε στήν Ιταλία καί από εκεί διακήρυξε ότι απώτερος στόχος ήταν η
απελεύθερωσις της Ελλάδος (Grece) καί η στέψη του σάν βασιλέα των Γραικών (roi
des Grecs):
"Il subjugera les italiens,
et passera de-la mer,
Entrera puis dedans la Grece
ou par sa vaillance proesse
Sera nomme le roi des Grecs."
Η προδοτική
όμως στάση του πάπα, ο οποίος δηλητηρίασε τόν Τζέμ, εμπόδισε τόν Κάρολο νά
οργανώσει συνασπισμό εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα καί η Βενετία είχε εχθρική
στάση απέναντί του καί εμπόδισε τήν επαναστατική προσπάθεια πού είχε ξεκινήσει
στήν Ηπειρο καί η οποία είχε επικεφαλής τόν καθολικό αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Firmiano,
τόν ανηψιό του τελευταίου αυτοκράτορα Ανδρέα Παλαιολόγο καί τόν Κωνσταντίνο
Αριανίτη.
Η ειρωνεία είναι ότι οι φήμες γιά σταυροφορία
είχαν ενσπείρει τόν πανικό στίς τουρκικές φρουρές, σύμφωνα μέ τήν αναφορά του
βενετού ναυάρχου Γριμάνη, οι οποίες διαλύονταν μόνο μέ τήν εμφάνιση του
βενετικού στόλου. Ο Κάρολος όμως βλέποντας εχθρική συμπεριφορά στόν χριστιανικό
συνασπισμό απέναντί του, εγκατέλειψε τήν προσπάθεια καί επέστρεψε στή Γαλλία.
Οι υπόδουλοι
Ελληνες καί Αλβανοί απογοητευμένοι γιά μία ακόμα φορά, αντιμετώπισαν πάλι τά
σκληρά προληπτικά μέτρα της Υψηλής Πύλης στήν Ηπειρο καί τήν Αλβανία. Γιά τήν
ιστορία αξίζει νά αναδημοσιεύσουμε από τόν ακούραστο εργάτη της ιστορίας τόν
Κωνσταντίνο Σάθα, τήν επίσημη πράξη πού υπογράφηκε στή Ρώμη, μεταξύ του
Ανδρέα Παλαιολόγου καί του Καρόλου Η', σχετικά μέ τήν διαδοχή στό θρόνο της
αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, σέ περίπτωση πού επιτύγχανε η εκστρατεία του
Καρόλου:
"Τό Σάββατον, 6 Φεβρουαρίου
1494, εν τη εκκλησία του Αγίου Πέτρου, ο Ανδρέας Παλαιολόγος Δεσπότης της
Ρωμανίας είπεν ότι διά του θανάτου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θείου αυτού,
αποθανόντος ατέκνου, μένει αυτός μόνος άμεσος κληρονόμος της αυτοκρατορίας της
Κωνσταντινουπόλεως καί ότι εξόριστος τη πατρίδος αυτού, εγκαταλελειμμένος
υφ'όλων των Χριστιανών ηγεμόνων....παραχωρεί στόν αήττητο Γάλλων μονάρχη
βασιλέα Κάρολο, τά επί της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως καί της
Τραπεζούντος δικαιώματα ....".
Βενετοτουρκικοί πόλεμοι (1499-1503)
Ο Βαγιαζήτ
Β', έχοντας εξαλείψει τό εμπόδιο του αδελφού του καί σφετεριστή του θρόνου Τζέμ,
αναθεώρησε τήν ως τότε εφεκτική του στάση έναντι των Βενετών. Τόν Ιούλιο του 1499
ισχυρός τουρκικός στόλος, υπό τή διοίκηση του καπουδάν Δαούδ πασά,
εμφανίσθηκε στά δυτικά της Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο σουλτάνος μετέφερε
στή Στερεά τίς στρατιές καί τό πυροβολικό του. Ο βενετός αρχιναύαρχος Γριμάνης
(Grimani) πού περιπολούσε στό Ιόνιο, ενισχύθηκε μέ πλοία των οποίων τή
διοίκηση τήν είχε ο Λορεδάνος. Η ναυμαχία των δύο πανίσχυρων στόλων
έλαβε μέρος ανοικτά του κάβο-Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί ενώ ο Λορεδάνος
συνεπλάκη μέ τή ναυαρχίδα του, μέ τόν περίφημο κουρσάρο Μπαράκ, ο
Γριμάνης απέφυγε νά τόν βοηθήσει. Στά δύο πλοία των προαναφερομένων εκδηλώθηκε
πυρκαγιά, καί χάθηκαν οι δύο γενναίοι ναυτικοί μέ τό σύνολο των πληρωμάτων
τους. Ο κακεντρεχής Grimani οπισθοχώρησε, αφήνοντας αφύλακτη τήν είσοδο γιά τόν
Κορινθιακό κόλπο καί επιτρέποντας τόν οθωμανικό στόλο νά εισέλθει καί νά
αποκλείσει τό σημαντικότατο λιμάνι της Ναυπάκτου (Lepanto). Είχε ήδη
καταφθάσει καί ο στρατός του Βαγιαζήτ καί έντρομοι οι πρόκριτοι της Ναυπάκτου
Ιωάννης Μούσκος, Λοΐζος Δρακόπουλος καί Δημήτριος Μονάζης έπεισαν τόν βενετό
διοικητή Moro νά παραδώση τήν πόλη. Οι Βενετοί έχασαν τό σημαντικό τους
εμπορικό κέντρο καί εκτέλεσαν τόν υπαίτιο Moro μέ δημόσιο απαγχονισμό. Ο
Βαγιαζήτ στό μεταξύ έκτισε δύο κάστρα στήν είσοδο του Κορινθιακού κόλπου (Ρίο
καί Αντίρριο), τά οποία ονόμασε "Μικρά Δαρδανέλλια", πρίν
φύγει γιά νά διαχειμάσει στήν Αδριανούπολη.
Τό επόμενο καλοκαίρι εμφανίσθηκε πάλι ισχυρός οθωμανικός στόλος, υπό τή
διοίκηση του Δαούδ πασά καί του πρώην πειρατή Κεμάλ, στή Μεθώνη.
Ο ακούραστος Βαγιαζήτ B', επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων βρισκόταν ήδη
στό Λεοντάρι (Μεγαλόπολη) καί παρενοχλείτο από τούς stradioti (Ρωμηοί
μισθοφόροι πολεμιστές), πού είχαν επικεφαλής τόν Γεώργιο Ράλλη, Νικόλαο Ρενέση,
Νικόλαο Μενάγια κ.ά. Η πολιορκία διήρκεσε ένα μήνα καί στίς 10 Αυγούστου 1500,
η Μεθώνη έπεσε ξαφνικά, όταν κάποιοι από τούς υπερασπιστές άφησαν
αφύλακτο κάποιο τμήμα του τείχους καί πήγαν νά πανηγυρίσουν τήν είσοδο στό
αποκλεισμένο λιμάνι τεσσάρων βενετικών κατέργων, πού είχαν σπάσει τόν
αποκλεισμό. Ακολούθησε τριήμερη λεηλασία καί σύμφωνα μέ τήν αφήγηση ανώνυμου
Ελληνα ιστορικού ο διοικητής, ο επίσκοπος, οι αξιωματικοί καί τό ένα τρίτο των
κατοίκων σφαγιάσθηκαν ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι αιχμαλωτίσθηκαν γιά νά
πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας. Ο σουλτάνος μόλις μπήκε στήν πόλη,
στάθηκε μπροστά σέ ένα χριστιανικό ναό καί αφού διέταξε νά τόν μετατρέψουν σέ
τζαμί δήλωσε: "Διά τήν ανδρίαν του βεηλέρβεη Σινάν πασά καί τήν
ορμητικήν έφοδον των γιανιτσάρων, ο θεός μοί έδωκεν τήν πόλιν τάυτην."
Τόν πρώτο γενίτσαρο πού ανέβηκε στά τείχη τόν διόρισε φλαμπουριάρη
(σαντζάκμπέη) καί του έδωσε 80000 δουκάτα. Η Κορώνη παραδώθηκε αμέσως,
ενώ καί ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης δέν τόλμησε νά προβάλει
αντίσταση. Ολόκληρος ο Μοριάς χάθηκε γιά τούς Βενετούς μέ εξαίρεση τήν Μονεμβασιά
καί τό Ναύπλιο.
Ακολούθησαν κάποιες κοινές επιχειρήσεις των Βενετών μέ τούς Ισπανούς. Στήν
Ισπανία βασίλευαν οι περίφημοι Φερδινάνδος καί Ισαβέλλα πού είχαν διώξει
τούς Μαυριτανούς από τά ευρωπαϊκά εδάφη καί φιλοδοξούσαν νά επικρατήσουν καί
στήν ελληνική χερσόνησο. Γι'αυτό τό λόγο είχαν αποστείλει στόλο νά βοηθήσουν
στόν κοινό αγώνα των χριστιανών έναντι των "απίστων", μέ
διοικητές του ισπανικού στόλου τούς ονομαστούς ναυάρχους Petro Navarro
καί Gonzalo Fernandez de Cordoba. Ομως, εκτός από τήν κατάληψη της Λευκάδας
(Αγίας Μαύρας) καί τής Κεφαλληνίας, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος δέν
κατάφερε τίποτα αξιόλογο καί περιορίσθηκε σέ λεηλασίες παράκτιων περιοχών στή
Χαλκιδική καί στή Μικρά Ασία. Τό 1503 η Γαληνοτάτη υπέγραψε μέ τήν Υψηλή
Πύλη συνθήκη ειρήνης. Κερδισμένος πάλι ήταν ο σουλτάνος πού έβλεπε τούς
Λατίνους νά στερούνται ολοένα καί περισσότερες κτήσεις στή Ρουμελία. Οικονομικά
όμως υπέφεραν καί οι δύο δυνάμεις από τούς πολέμους καί ιδιαίτερα η Δημοκρατία
καθώς όχι μόνο έχασε τά εμπορικά κέντρα της Μεθώνης, Κορώνης καί Ναυπάκτου,
αλλά είχαν ανοίξει μέ τίς περίφημες πορτογαλικές καί ισπανικές ανακαλύψεις
άλλοι δρόμοι εμπορίου, υποβαθμίζοντας έτσι τόν δικό της ρόλο.
Γιά τούς Ελληνες όλες αυτές οι περιπέτειες σήμαιναν ακόμα περισσότερη μείωση
πληθυσμού λόγω των σφαγών αλλά καί λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων
κυρίως πρός τά νησιά τωυ Ιονίου πού βρίσκονταν υπό βενετική κατοχή. Ιδιαίτερα η
Πελοπόννησος καί η Ηπειρος οδηγούταν σέ μία περίοδο φτώχειας
καί αθλιότητας. Τούρκοι έποικοι (μετανάστες) έρχονταν καί
κατοικούσαν ελληνικές περιοχές, διώχνοντας από τίς πατρογονικές τους
εστίες τούς ντόπιους, αλλοιώνοντας τήν κοινωνική δομή καί
καταστρέφοντας τήν πολιτιστική παράδοση. Εκκλησίες βεβηλώνονταν ή
μετατρέπονταν σέ τζαμιά, αρχαία μνημεία καταστρέφονταν ή υφαρπάζονταν
από τυχοδιώκτες, χριστιανοί γιά νά αποφύγουν τίς ταπεινώσεις καί τήν δουλεία γίνονταν
μουσουλμάνοι.
Η χώρα πού
γέννησε τήν δημοκρατία καί ύψωσε τήν αξία του ατόμου, γέμιζε σκλαβοπάζαρα,
υποβάθμιζε τή ζωή καί τήν ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η χώρα πού είχε τούς πιό πλούσιους
υπηκόους όταν ήταν αυτοκρατορία, είχε τώρα υπηκόους σκλάβους καί
ρακένδυτους, η χώρα πού δίδαξε τίς επιστήμες στόν υπόλοιπο κόσμο,
ήταν τώρα βουτηγμένη στήν αμάθεια καί στήν αγραμματοσύνη.
Τά παλάτια
καί τά μέγαρα έδωσαν τή θέση τους στίς παράγκες καί στά φτωχοκάλυβα. Τό
πανδιδακτήριον καί τα πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης σώπασαν.
Η αρχαΐζουσα
ελληνική γλώσσα πού μιλούσε ο τελευταίος αυτοκράτορας μετατράπηκε σέ μία άθλια φραγκοαρβανιτορωμέϊκη
γλώσσα. Τά παιδιά των φιλοσόφων, των μαθηματικών, των θεολόγων, των ιστορικών
γίνονταν αγρότες, ψαράδες, υπηρέτες, ναυτικοί στά κάτεργα, γίνονταν ραγιάδες
(κτήνη). Τήν ίδια περίοδο πού οι Ευρωπαίοι μέ τήν διδασκαλία των βυζαντινών
λογίων μάθαιναν γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη καί δημιουργούσαν μία Αναγέννηση,
οι Ελληνες μόλις πού διατηρούσαν τήν ταυτότητα καί τή μνήμη τους μέσα από θρύλους,
παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια καί ψαλτήρια. Οι Ελληνες πού άλλοτε
αποκαλούσαν τούς αλλοεθνείς βαρβάρους καί τούς περιφρονούσαν γιά τήν αμάθειά
τους, τώρα έβλεπαν ιδιαίτερα τούς Φράγκους μέ δέος καί τούς ικέτευαν γιά
βοήθεια. Τά κορίτσια αρπάζονταν από τούς γονείς τους καί οδηγούνταν στά χαρέμια
όπου ατιμάζονταν από τούς αγάδες, ενώ τά αγόρια οδηγούνταν στά στρατόπεδα των γενιτσάρων
γιά νά πολεμήσουν τήν πίστη των γονιών τους. Οι απόγονοι των υπερήφανων
Σπαρτιατών τώρα έσκυβαν τό κεφάλι όταν περνούσε δίπλα τους κάποιος αγάς.
Τούς αυτοκράτορες της
Βασιλεύουσας, πού
θεωρούνταν ανώτεροι από όλους τούς άλλους ηγεμόνες καί ενέπνεαν δέος καί
σεβασμό, τούς διαδέχτηκαν οι δουλικοί φαναριώτες πού έτρεμαν στό άκουσμα
του ονόματος του σουλτάνου. Η περίοδος του 16ου αιώνα θεωρείται η σκοτεινότερη
περίοδος της ιστορίας της πατρίδας μας.
ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΠΙΘΑΝΗ ΜΕ ΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ
ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΦΑΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΥΦΙΕΡΟ
Καταστολή της επανάστασης
από τούς Τουρκαλβανούς - 1770
Η επανάσταση στό ξεκίνημά της στέφθηκε μέ
επιτυχία, αφού οι εμπειροπόλεμοι οπλαρχηγοί σέ Ρούμελη καί Μοριά αντιμετώπισαν
μέ ευκολία τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν αγύμναστοι, μαλθακοί καί είχαν
αφήσει τά οχυρά τους σέ ελεεινή κατάσταση.
Οι επαναστάτες διέπραξαν πολλές
αγριότητες εις βάρος των μουσουλμανικών πληθυσμών, γεγονός πού ενίσχυσε τήν
αντίσταση καί τό μίσος των Οθωμανών. Ο σουλτάνος έδωσε εντολή νά εισβάλουν από
τήν Αλβανία τά εμπειροπόλεμα στίφη των Τουρκαλβανών (Αλβανών
μουσουλμάνων) γιά νά καταστείλουν τήν επανάσταση. Αρχηγοί ορίσθηκαν ο Σουλεϊμάν
μπέης καί ο Αχμέτ μπέης οι οποίοι εξουδετέρωσαν τούς οπλαρχηγούς του
Βάλτου, της Θεσσαλίας καί των Αγράφων καί προέβησαν σέ αγριότατες σφαγές στίς
πόλεις καί τά χωριά πού συναντούσαν. Σύμφωνα μέ τόν Λαρισαίο ιστορικό της
εποχής Κωνσταντίνο Κούμα: "Από όλες τίς πόλεις της Ρωμελίας
καμμία δέν είδε τραγικωτέρας σκηνάς παρά η Λάρισσα. Ο Αγά πασάς εσύναξε στήν
αυλή του τρείς χιλιάδες Τρικκαίους καί επρόσταξεν τόν όλεθρο των αόπλων καί
ακάκων τούτων ανθρώπων. Ήρχισεν η κατ'αυτών πυροβόλησις. Όσοι έφευγαν από τήν αυλήν
εφονεύοντο εις τούς δρόμους. Εις μίαν ημέραν η πόλις εγεμίσθη νεκρών καί τά
ρείθρα του Πηνειού εβάφησαν από τό αίμα των άθλιων Τρικκαλινών. Οι Λαρισσαίοι
δέν εδοκίμασαν μετριώτερα. Οι γιανίτσαροι ετουφέκιζαν καθ'εκάστην δέκα
χριστιανούς...."
Οι Αρβανίτες πέρασαν τόν Αχελώο ενώθηκαν μέ τήν τούρκικη φρουρά του Βραχωρίου
(Αγρινίου) καί νίκησαν στό Αγγελόκαστρο τούς Γριβαίους (Χρήστο καί Τσέγιο)
καί τον Λαχούρη οι οποίοι αντιστάθηκαν μέ 300 παλληκάρια, εναντίον
χιλιάδων Τούρκων καί Αλβανών γιά πολλές ώρες καί στό τέλος όταν επιχείρησαν
έξοδο, σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έξι οι οποίοι κατόρθωσαν νά διαφύγουν. Τά
πτώματα των νεκρών έμειναν άταφα καί τά κεφάλια των Γριβαίων καί του Λαχούρη τά
περιέφεραν στά γύρω χωριά. Εκτοτε η θέσις όπου έπεσαν οι τριακόσιοι ονομάζεται "των
Γριβαίων τά κόκκαλα". Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι του
Αιτωλικού, του Μεσολογγίου, ενώ οι Ρώσοι παρακολουθούσαν απαθείς καί ατάραχοι
τίς σφαγές. Αυτή τήν κατάσταση τήν έχουμε βιώσει πολλές φορές, καί πρέπει νά
καταλάβουμε ότι στά κράτη δέν υπάρχουν φιλίες καί συμμαχίες καί ότι
κάνουμε πρέπει νά τό κάνουμε μέ τίς δικές μας καί μόνο μέ τίς δικές μας
δυνάμεις.
Τόν
Απρίλιο του 1770, οι Αλβανοί είχαν περάσει τόν Ισθμό καί κατευθύνονταν στήν Τριπολιτσά
τήν οποία πολιορκούσαν Ρώσοι καί Ελληνες μέ γενικό διοικητή τόν Μπαρκώφ.
Στίς "λεγεώνες" των Μανιατών, οι οποίοι σημειωτέον
αρέσκονταν νά αυτοαποκαλούνται Σπαρτιάτες, είχαν προστεθεί τά ένοπλα σώματα
των Κολοκοτρωναίων, του Ντάρα, του Θιακού, του Ρούση, του Κόδρα, του
Μαντζάρη κ.ά.
Οταν όμως εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυνάμεις των Αλβανών, οι
Τούρκοι πολιορκημένοι έκαναν έξοδο καί κατάφεραν καίριο πλήγμα εναντίον των
πολιορκητών στά Τρίκορφα. Γυρίζοντας πίσω στήν Τριπολιτσά, οι Τουρκαλβανοί
ξέσπασαν τό μένος τους στούς κατοίκους, σκοτώνοντας περίπου 3000 Ρωμηούς
καί τόν αρχιεπίσκοπο Ανθιμο.
Ακριβώς τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι των Πατρών, όταν τή νύκτα
της Μεγάλης Παρασκευής, καθώς περιέφεραν τόν επιτάφιο, δέχθηκαν επίθεση από
τούς Αλβανούς εισβολείς καί από τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν κλεισμένοι
στά κάστρα του Ρίου καί της Πάτρας. Στή συνέχεια κατελήφθησαν οι πόλεις της
Ηλείας, ενώ όσοι κάτοικοι μπόρεσαν βρήκαν καταφύγιο στή Μάνη καί στά
Επτάνησα.
Η επανάσταση κατέρευσε γρήγορα στή βόρεια Πελοπόννησο, ενώ οι
Τουρκαλβανοί συνέχισαν τό καταστρεπτικό τους έργο στά Καλάβρυτα, στή
Χαλανδρίτσα, στή Δημητσάνα, στή Βοστίτσα (Αίγιο) καί αλλού. Παραθέτω
απόσπασμα από τήν αφήγηση του Τούρκου Μωραΐτη Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη,
σχετικά μέ τήν άλωση των Καλαβρύτων: "Στό ένα κέρας των
δυνάμεων διορίστηκε ο Αρβανίτης Τσαπάρ Σουλεϋμάν καί στό άλλο ο τρομερός
Πάπολης (Παπούλιας). Καί η πλευρά του Τσαπάρ αργότερα ήρθε στήν άλλη πλευρά
πού ήταν διορισμένος ο Πάπολης καί κατέλαβε όλο τόν καζά (επαρχία) καί έδωσε
στούς ρεαγιάδες (κτήνη) ράη (προσκύνημα) καί καλοπιάσματα καί έσφαξε όλη τή
φρουρά καί αποκατέστησε τήν τάξη στόν καζά αυτόν." Στήν διπλανή
στήλη διαβάζουμε γιά τά διαδραματισθέντα στήν Τρίπολη όπως τά έζησε ο
αυτόπτης μάρτυρας Αντώνιος Πετρίδης.
|
"... οι δέ νικήσαντες (Τουρκαλβανοί) καί θυμού
εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τούς εκεί χριστιανούς ανείλον
μαχαίρα. Από τούς οποίους ιδού φανερώνω καί τούς συγγενείς μου, πρώτον τόν
πατέραν μου, τόν αδελφό του, καί θείον μου Οικονόμον, τόν αδελφό μου
Κωνσταντίνον, τόν θείο μου Παρασκευά Ρογάρην καί επιλοίπους. Τόση άδικος
σφαγή έγινεν εις αυτήν τήν δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι καί δρόμοι
εγέμισαν αίμα... εκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεία κατεσκάφθησαν καί
ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη αθλίων χριστιανών δορυάλωτοι καί αιχμάλωτοι
γενόμενοι καί εις τά πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα ζώα
απεμπωλούντο..."
|
Οι στρατιωτικές αποτυχίες των αδελφών Ορλώφ στα φρούρια της Κορώνης
καί της Μεθώνης, συνοδεύτηκαν από τήν κάθοδο στη Μεσσηνία καί
τή Λακωνία του Χατζή Οσμάν μπέη μέ δεκαέξι χιλιάδες άνδρες, οι
οποίοι καταλάμβαναν τήν μία πόλη μετά τήν άλλη, παραδίδοντάς τις στή φωτιά καί
τή στάχτη.
"Οι Τουρκαλβανοί
κατακλύσαντες τάς Πελοποννησιακάς
πεδιάδας υπό τόν Χατζή Οσμάν πασάν κατέστειλον πανταχού τήν επανάστασιν διά
πυρός καί σιδήρου.
Οι δειλοί Ρώσοι, οίτινες έως τότε επηγγέλοντο τούς
ελευθερωτάς, όχι μόνο έλυσαν τήν πολιορκίαν των φρουρίων καί εξεκένωσαν αμαχητί
τήν Πύλον, αλλά εγκατέλιπον κατά τόν πλέον ανήθικον τρόπον εις τήν μάχαιραν των
Τούρκων τους δυστυχείς Ελληνικούς πληθυσμούς. Εις μάτην ούτοι εζήτουν άσυλον
εις τά ρωσικά πλοία, από των οποίων παρετήρουν μετ'απάθειας τήν σφαγήν των
γυναικοπαίδων εις τήν παραλίαν..."
(Βλέπουμε από τήν αφήγηση του Μανιάτη ιστορικού Δασκαλάκη, πως η
ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς τά ίδια ακριβώς γεγονότα θά παρατηρούσαν οι
σύμμαχοί μας Αγγλοι καί Γάλλοι στήν προκυμαία της Σμύρνης, εκατόν πενήντα
χρόνια αργότερα).
Οι μόνοι πού πολέμησαν μέ επιτυχία ήταν οι
εμπειροπόλεμοι Μανιάτες, οι οποίοι οχυρώθηκαν στόν
Αλμυρό καί
περίμεναν τήν άφιξη του εχθρού πού είχε αναλάβει νά καθυστερήσει ο
Ιωάννης
Μαυρομιχάλης.
Ο Μαυρομιχάλης μέ αποδεκατισμένο τό στράτευμά του, κλείσθηκε
μέ 23 άλλους συντρόφους του στόν
"Μελίπυργο" καί
αγωνίσθηκε
γιά δύο μερόνυκτα εναντίον χιλιάδων Τουρκαλβανών. Καί οι 24 Μανιάτες
σκοτώθηκαν, μέ τελευταίο τόν αρχηγό τους καί τόν γιό του, δίνοντας έτσι
πολύτιμο χρόνο στούς συμπατριώτες τους νά οργανώσουν τήν άμυνά τους. Στή
συνέχεια ο Τούρκος πασάς στρατοπέδευσε στόν Αλμυρό καί σίγουρος γιά τή νίκη του
οργάνωνε τά σχέδιά του.
Οι Μανιάτες όμως, κατά τήν διάρκεια της νύκτας, ανδρες
καί γυναίκες, αιφνιδίασαν τόν εχθρό, εξολοθρεύοντας χίλιους περίπου
Τουρκαλβανούς καί παίρνοντας έτσι εκδίκηση γιά τό χαμό του αγαπημένου τους καπετάνιου.
Τόν
Μάϊο του 1770, ο
Χατζή Οσμάν επανήλθε από τά ανατολικά της
Μάνης καί κατέλαβε τό
Γύθειο, ενώ στόν πύργο των
Καλκανδήδων,
συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τούς εβδομήντα συγγενείς καί φίλους της
οικογένειας, τούς οποίους καί εξολόθρευσε μέχρι ενός. Η επόμενη σύγκρουση έγινε
στό
Σκουτάρι όπου τρείς χιλιάδες Μανιάτες, πάλι μέσα στή νύκτα,
επιτέθηκαν στό οθωμανικό στρατόπεδο μέ γυμνά σπαθιά καί αποδεκάτισαν τούς
Τούρκους, οι οποίοι έχασαν παραπάνω από τούς μισούς άνδρες, μεταξύ των οποίων
καί τόν αρχηγό τους
Χατζή Οσμάν.