ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

12.1.19

Ανασκαφική έρευνα στον Ιερό Ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος

Μια από τις βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι πεδίου αφορά στην πίεση και τις συνεχείς συγκρούσεις με πολίτες και ποικίλους τοπικούς παράγοντες σε περιπτώσεις δοκιμαστικών τομών, σωστικών ανασκαφών και αρχαιολογικών εργασιών στο πλαίσιο του ασκούμενου οικοδομικού ελέγχου περιμετρικά μνημείων ή σε περιοχές με θεσμικό πλαίσιο προστασίας. Στην περίπτωση των βυζαντινών μνημείων η αντιπαλότητα κορυφώνεται με αφορμή ζητήματα διαχείρισης ναών που προστατεύονται από την αρχαιολογική νομοθεσία, όπου πολύ συχνά οι συγκρούσεις μεταξύ εκκλησιαστικών συμβουλίων και υπηρεσιακών παραγόντων καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες. Στο άρθρο που ακολουθεί  η αρχαιολογική διερεύνηση και οι εργασίες αποκατάστασης δεν έγιναν απλώς με τη σύμπνοια των αρμόδιων ιερέων και των περίοικων, αλλά χάρη στην οικονομική και την υλική τους υποστήριξη. 
Η αρμονική συνεργασία βασίστηκε σε ένα ξεκάθαρο προγραμματισμό, που έθετε εξ αρχής ως στόχο αφενός την ανασκαφική διερεύνηση των εν λόγω μνημείων –κάτι που πρωτίστως ενδιαφέρει τους αρχαιολόγους της Υπηρεσίας– και αφετέρου την εκ των υστέρων αποκατάσταση και ανάδειξη τους, προκειμένου αυτά να ενταχθούν και πάλι αρμονικά στη λειτουργική ζωή των τοπικών κοινωνιών. 


Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα

Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή της Αγιά Σωτήρας (εικ.1), όπως είναι γνωστή μεταξύ των γηγενών, βρίσκεται 700 περίπου μέτρα ΒA του χωριού Σκάρμηγκας1, στους πρόποδες εύφορου λόφου, κτισμένος πάνω σε πηγή. Το χωριό έχει, μάλιστα, μετονομαστεί εδώ και πολλές δεκαετίες από Σκάρμηγκας σε Μεταμόρφωση χάρη στην εν λόγω εκκλησία, η αρχαιότερη μνεία της οποίας ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα2. Ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά σε επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ του έτους 1212 με την ονομασία «Escaminges», παραφθορά προφανώς της λέξης Σκάρμηγκας3. 

Η αρχική ονομασία του οικισμού, ακόμα σε χρήση μεταξύ των ηλικιωμένων κατοίκων του, έχει υποστηριχθεί ότι προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη σκαραμάγγιον4, το πολυτελές μεταξωτό ύφασμα από το οποίο ράβονταν οι βαρύτιμες ενδυμασίες των βυζαντινών αρχόντων και αξιωματούχων, ονομασία που πιθανώς απηχεί την παραγωγή μεταξιού στην περιοχή, ενός από τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα της Πελοποννήσου στα μεσαιωνικά χρόνια5.
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με νάρθηκα στα δυτικά, η αρχική φάση του οποίου έχει χρονολογηθεί στον 11ο ή στις αρχές του 12ου αιώνα6. Στα ανατολικά προβάλλει η αψίδα του ιερού βήματος, τρίπλευρη εξωτερικά. Το σύνολο της ανωδομής του ναού, συμπεριλαμβανομένων του τρούλου και της θολοδομίας του έχει καταρρεύσει μετά από ανατίναξη που προκλήθηκε κατά το καταστροφικό πέρασμα των στρατευμάτων του Ιμπραήμ το 1826 7. Ό,τι απέμεινε από την εκκλησία μετασκευάστηκε πρόχειρα από τους περίοικους και στεγάστηκε εν τέλει με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη, προκειμένου το κτήριο να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες του οικισμού. Η υφιστάμενη στέγη κατασκευάστηκε το 2002 από εργατοτεχνίτες του τότε Κλιμακίου Καλαμάτας της 5ης Ε.Β.Α.8.


Τον Μάιο του 2010 με την προτροπή και τη στήριξη του ακάματου ιερέα του χωριού, πατέρα Βασιλείου Γαϊτάνη, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης στο εσωτερικό του ναού9.
Σε μια πρώτη φάση ολοκληρώθηκαν οι καθαιρέσεις των νεότερων επιχρισμάτων και ασβεστωμάτων που κάλυπταν τις εσωτερικές επιφάνειες του μνημείου (εικ.2α). Η επέμβαση αυτή συνέβαλε στο να εξακριβωθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα τμήματα της τοιχοποιίας του κτηρίου που διατηρούνται από την πρώτη οικοδομική του φάση, ενώ εντοπίστηκαν και ελάχιστα σπαράγματα ζωγραφικού διακόσμου. Στα πέρατα των πλάγιων τοίχων του δυτικού σταυρικού σκέλους αποκαλύφθηκαν ίχνη του διαχωριστικού τοίχου που κάποτε υψωνόταν μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού10.
Από τη θολοδομία δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος παρά μόνο η γένεση της εγκάρσιας καμάρας του νάρθηκα, κατασκευασμένη με πλίνθους. Επειδή τα στοιχεία που προέκυψαν μετά την καθαίρεση των επιχρισμάτων βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της οικοδομικής ιστορίας του ναού κρίθηκε σκόπιμο οι εσωτερικές επιφάνειές του να επιχρισθούν επιλεκτικά, έτσι ώστε να μείνουν εμφανή τμήματα της τοιχοποιίας που παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον (εικ.2β).
Μετά την ολοκλήρωση του επιχρίσματος πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό του μνημείου εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, αφού προηγουμένως αφαιρέθηκαν τα νεωτερικά πλακίδια του δαπέδου11. Η ανασκαφή του κυρίως ναού αποκάλυψε έναν κτιστό τάφο επιμελημένης κατασκευής, χωροθετημένο αξονικά στο δυτικό σταυρικό σκέλος, μπροστά ακριβώς από τη θέση που κάποτε διαμορφωνόταν η βασίλειος πύλη (εικ.3). Ο τάφος περιείχε μία ανακομιδή και μία κανονική ταφή. Στο τμήμα της επίχωσης γύρω από τον σκελετό της ταφής, εντοπίστηκαν 50 χάλκινα νομίσματα Μανουήλ Κομνηνού (εικ.4α, β), τα οποία δεν συνιστούσαν θησαυρό, μιας και ήταν σκορπισμένα σε διάφορα σημεία της επίχωσης. Η συγκεκριμένη πρακτική μαρτυρείται σπάνια στα βυζαντινά ταφικά έθιμα και δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα ειδικότερης μελέτης12. Κατά την ανασκαφική διερεύνηση του νάρθηκα εντοπίστηκαν κάτω από παχύ στρώμα επίχωσης τρεις πρόχειρης κατασκευής ακτέριστες ταφές (εικ.3)13.


Η ανασκαφή της εκκλησίας του Σκάρμηγκα απέδωσε μεγάλες ποσότητες κεραμικής διαφόρων τύπων και πολλά θραύσματα υάλινων αγγείων14. Από τα εφυαλωμένα όστρακα αρκετά ανήκουν σε αγγεία της λεγόμενης ομάδας των γραπτών με καστανό και πράσινο υαλώδες χρώμα, τα οποία χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 12ο αιώνα15. Δεν απουσιάζουν και ορισμένα λεπτεγχάρακτα με πράσινη εφυάλωση της ίδιας εποχής (εικ.5α)16, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εύρεση στον χώρο του ιερού βήματος τμήματος οστράκου από πήλινο σκεύος λειτουργικής χρήσης (εικ.5β). Όπως υποδεικνύει η επιγραφή «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες», προφανώς πρόκειται για τμήμα αγίου ποτηρίου της ιδίας εποχής17. Η συντριπτική πλειονότητα των οστράκων από την ανασκαφική διερεύνηση της εκκλησίας του Σκάρμηγκα χρονολογούνται με σχετική ασφάλεια στον 12ο αιώνα, ενώ φαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα βυζαντινών κεραμικών εργαστηρίων18. Την εξαίρεση συνιστούν ελάχιστα όστρακα προερχόμενα από εργαστήρια του αραβικού κόσμου, με προεξέχον ένα λεπτό θραύσμα φατιμιδικού αγγείου του δεύτερου μισού του 11ου ή των αρχών του 12ου αιώνα, που φέρει άχρωμη εφυάλωση, διακοσμημένο με άρπυια (εικ.5γ)19. Από το μυθικό ζώο, αποδοσμένο με χρυσό μεταλλικό χρώμα, διακρίνεται μόνο το κεφάλι. Το αγγείο αυτό, προσφέρει τη δική του μαρτυρία για τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ βυζαντινής επικράτειας και αραβικού κόσμου20. Την ίδια εποχή εισηγμένα κεραμικά σκεύη από την φατιμιδική Αίγυπτο έχουν εντοπιστεί και σε άλλες πόλεις του νότιου ελλαδικού χώρου, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι με παρόμοιες κούπες αιγυπτιακής προέλευσης διακόσμησε τις όψεις της εκκλησίας που ανήγειρε το 1149 κοντά στο Ναύπλιο ο επίσκοπος Άργους Λέων21 . Με εντυπωσιακά φατιμιδικά αγγεία διακοσμούνται επίσης οι όψεις του ναού των Ταξιαρχών Γλέζου στη Λακωνική Μάνη, ευρύνοντας τα όρια διασποράς παρόμοιων αντικειμένων στην Πελοπόννησο22.



Το σπουδαιότερο εύρημα της ανασκαφής του Σκάρμηγκα προέρχεται από την επίχωση του νάρθηκα. Πρόκειται για έναν μικρό χάλκινο σταυρό-λειχανοθήκη, που όταν συντηρήθηκε αποκάλυψε περισσότερα στοιχεία για τον διάκοσμό του (εικ.6). Στην κύρια όψη του παριστάνεται μετωπικά η Θεοτόκος δεόμενη, ενώ στην άλλη πλευρά εικονίζεται μετωπικός ολόσωμος άγιος. Παρόμοιοι επιστήθιοι σταυροί-λειψανοθήκες, που ανοίγουν για να δεχτούν στο εσωτερικό τους λείψανα αγίων, έχουν βρεθεί κατά εκατοντάδες σε διάφορες πόλεις της βυζαντινής επικράτειας και πέραν αυτής23. Χρονολογούνται συνήθως στον 10ο με 11ο αιώνα, ενώ δεν παύουν να χρησιμοποιούνται και στη διάρκεια της επόμενης εκατονταετίας. Ο σταυρός του Σκάρμηγκα παρουσιάζει στενές αναλογίες με τον σταυρό-λειψανοθήκη που εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ανατολικών Τεχνών της Άγκυρας24, ενώ μια αρκετά πλούσια ομάδα παρόμοιων σταυρών έχει εντοπιστεί στις ανασκαφές των μεσοβυζαντινών φάσεων της Κορίνθου25.
Η αποτίμηση των ανασκαφικών δεδομένων στην εκκλησία του Σκάρμηγκα συνέβαλε στον ακριβέστερο προσδιορισμό της χρονολόγησης του μνημείου. Τα νομίσματα που βρέθηκαν σκορπισμένα στη δεύτερη ταφή του κεντρικού τάφου (εικ.4β), όλα κοπές του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143- 1180), συνιστούν ένα terminus ante quem για την ανέγερση του ναού. Η ύπαρξη, από την άλλη, της ανακομιδής υποδεικνύει χρόνο μάλλον προγενέστερο της βασιλείας του Μανουήλ, ενδεχομένως στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα, όταν στο πηδάλιο της αυτοκρατορίας βρισκόταν ο πατέρας του, Ιωάννης Κομνηνός (1118- 1143). Ως εκ τούτου προκρίνεται η χρονολόγηση του ναού στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας την άποψη που είχε διατυπωθεί πριν από είκοσι περίπου χρόνια από τον Γεώργιο Δημητροκάλλη26.
Αυτό που προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση της εκκλησίας του Σκάρμηγκα είναι η χωροθέτηση του τάφου, στο δάπεδο του ναού και μάλιστα μπροστά από τη βασίλειο πύλη, πρακτική που δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τις ταφικές συνήθειες των Βυζαντινών, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως27. Πράγματι στα μεσαιωνικά χρόνια η τιμητική άδεια να πραγματοποιηθούν ταφές εντός των εκκλησιών παραχωρείτο σπάνια και αυτό κατ’ εξαίρεση σε σημαίνοντα πρόσωπα που είχαν διατελέσει κτήτορες ή ανακαινιστές των συγκεκριμένων κτηρίων. Παρά τη γενική αυτή πρακτική, ήδη από τον 11ο αιώνα διαπιστώνονται περιπτώσεις που ο γενικός αυτός κανόνας καταστρατηγείται και οι ταφές εξαπλώνονται και κάτω από τα δάπεδα του εσωτερικού των εκκλησιών 28. Θα αναφέρω μόνο το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από την εποχή που μας ενδιαφέρει: πρόκειται για τις τρεις εκκλησίες της μονής Παντοκράτορος που έκτισαν η αυτοκράτειρα Ειρήνη και ο σύζυγός της Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118- 1143) στην Κωνσταντινούπολη, εντός των οποίων φιλοξενούνταν οι τάφοι της κομνήνειας δυναστείας29.
Φαίνεται λοιπόν ότι στην εκκλησία του Σκάρμηγκα υιοθετήθηκαν οι νέες αυτές ταφικές συνήθειες. Ο κτήτορας του ναού και κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο, ενδεχομένως η σύζυγός του, η ταυτότητα των οποίων παραμένει άγνωστη, έτυχαν της τιμητικής ταφής σε έναν τάφο επιμελημένης κατασκευής στο μέσο του δυτικού σταυρικού σκέλους, ο οποίος περιλαμβανόταν, καθώς φαίνεται, στον αρχικό σχεδιασμό του μνημείου. Οι απλούστερες ταφές στον νάρθηκα δεν αποκλείεται να συνδέονται επίσης με μέλη της ίδιας οικογένειας, μιας και στα μεσαιωνικά χρόνια η κυριότητα των ναών και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα ταφής διέπονταν από ένα πολύ αυστηρό εθιμικό δίκαιο30.
Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφικής διερεύνησης της εκκλησίας του Σκάρμηγκα το δάπεδό του καλύφθηκε με πήλινες χειροποίητες πλάκες έτσι ώστε να υποδηλώνεται η θέση της κύριας ταφής. Με την σύμφωνη γνώμη του εφημέριου δεν τοποθετήθηκε τέμπλο. Η διάκριση μεταξύ ιερού βήματος και κυρίως ναού εξασφαλίστηκε με την παρεμβολή δύο μικρών ξύλινων προσκυνηταρίων για την τοποθέτηση των αναγκαίων δεσποτικών εικόνων.
Το αποτέλεσμα συνάδει τόσο με την ιστορικότητα όσο και με την ιερότητα του χώρου, δημιουργώντας συναισθήματα ικανοποίησης στους κατοίκους του χωριού που επωμίστηκαν το κόστος για την αγορά των οικοδομικών υλικών.