Θα υπάρξει σύνθεση προγραμματικών και προεκλογικών θέσεων των συνδυασμών που θα συνεργαστούνή αν θα αποβούν αντιαισθητικό ανατολίτικο παζάρι προαγωγής συμφερόντων;
Πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, όπως έλεγε ο Μπίσμαρκ, αλλά τις περισσότερες φορές η επιλογή ανάμεσα στο καταστροφικό και το δυσάρεστο.
Αυτή ήταν η μοίρα κάθε υποψήφιου δημάρχου που λάβαινε την ψήφο και τη συναίνεση των δημοτών για να αναλάβει τα ηνία του δημαρχιακού θώκου και πλέον θα αναγκαστεί πολύ περισσότερο στο μέλλον να προχωρήσει σε δυσάρεστες για αυτόν αποφάσεις.
Η θέσπιση της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές διαμορφώνει νέες συνθήκες στις οποίες καλούνται να προσαρμοστούν τόσο οι εκλογείς, όσο, κι ακόμα περισσότερο, οι υποψήφιοι για τη θέση του δημάρχου, καθώς το συγκεντρωτικό μοντέλο της απόλυτης εξουσίας του κάθε δημάρχου αποτελεί πια παρελθόν από τη νέα αυτοδιοικητική περίοδο.
Ένα μότο που ήδη συνοδεύει ανά την Ελλάδα τις προσεχείς εκλογές για την Αυτοδιοίκηση στις 26 Μαίου είναι και το “πάω για δήμαρχος, για να γίνω αντιδήμαρχος”.
Στόχος, αλλά και στρατηγική, που αναμένεται να ενσωματωθεί κυρίαρχα στους σχεδιασμούς πολλών υποψήφιων για το δημαρχιακό θώκο σε όλη την επικράτεια και ιδίως των επικεφαλής των συνδυασμών εκείνων που προορίζονται να λάβουν μικρό (μονοψήφιο) ποσοστό στον πρώτο γύρο της εκλογικής αναμέτρησης.
Κι εξηγούμαστε:
Με βάση το νέο σύστημα, οι έδρες του δημοτικού συμβουλίου θα μοιραστούν αναλογικά και θα προκύψουν από την αναμέτρηση της πρώτης Κυριακής (26 Μαίου) εφ όσον ο πρώτος συνδυασμός δεν λάβει το 50+1% των ψήφων, οπότε θα σχηματιστεί η σύνθεση και η ανθρωπογεωγραφία του δημοτικού συμβουλίου.
Τη δεύτερη Κυριακή (2 Ιουνίου) η αναμέτρηση θα αφορά στο πρόσωπο του δημάρχου ανάμεσα στους επικεφαλής των δύο πρώτων συνδυασμών.
Αυτό που κατά πάσα βεβαιότητα θα συμβεί στη μεγάλη πλειοψηφία των δήμων της χώρας θα είναι ότι ο δήμαρχος που θα εκλεγεί (ή θα επανεκλεγεί) δε θα έχει την πλειοψηφία στο νέο δημοτικό συμβούλιο.
Επομένως, θα πρέπει να προχωρήσει σε συνεργασίες και συγκλίσεις με κάποια (ή κάποιες) από τις άλλες παρατάξεις, ώστε αθροιστικά οι σύμβουλοι που θα συναποτελούν τη νέα πλειοψηφία να είναι το 50+1% των συνολικών εδρών.
Τότε, οι επικεφαλής των μικρών (εκλογικά) συνδυασμών θα είναι εκείνοι που θα κρατούν το “κλειδί” των εξελίξεων, καθώς θα είναι απαραίτητοι για τη δημιουργία πλειοψηφίας και για να μπορεί να διοικηθεί ο δήμος ομαλά.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, συμβαίνει στις κυβερνήσεις συνεργασίας που βλέπουμε στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Όπως είναι ευνόητο, οι συνεργασίες θα προκύψουν μετά από συνομιλίες και ζυμώσεις, στις περισσότερες των περιπτώσεων την εβδομάδα ανάμεσα στις δύο κυριακές των εκλογών, ώστε ο κάθε υποψήφιος δήμαρχος να λάβει τη στήριξη από κάποιον (-ους) συνδυασμούς από αυτούς που έμειναν εκτός 2ου γύρου, προκειμένου να καταλάβει το ύπατο δημοτικό αξίωμα.
Όπως, λοιπόν, συμβαίνει και στις κυβερνήσεις συμμαχιών, ο συνδυασμός (-οι) που θα προσφέρουν τους απαραίτητους συμβούλους για το σχηματισμό της δεδηλωμένης θα επιδιώξει να βρει την έκφραση και την αντιπροσώπευσή του και στην εκτελεστική επιτροπή του δήμου, αλλά και στις συνθέσεις και στις προεδρίες των δημοτικών επιτροπών.
Με άλλα λόγια, ο νέος δήμαρχος θα έχει πλέον την ηθική και πολιτική υποχρέωση να συμπεριλάβει στην ομάδα των αντιδημάρχων του και στελέχη των συνδυασμών με τους οποίους θα συνεργάζεται, κυριότατα τον επικεφαλής του συνδυασμού αυτού ή αυτών με τους οποίους θα προσχωρήσει σε συνεργασία, καθώς και να αξιοποιήσει κι άλλα στελέχη από αυτή τη δεξαμενή σε άλλες ενδεχόμενες καίριες θέσεις (Γ.Γ. δήμου, πρόεδρος Δ.Σ., πρόεδροι δημοτικών επιτροπών), αλλά και να ενσωματώσει στην πολιτική του θέσεις και προτεραιότητες των συνδυασμών αυτών.
Το μείζον ερώτημα όμως που προκαλείται είναι αν αυτό θα αποβεί προς τη θετική κατεύθυνση για τον κάθε δήμο και τους δημότες του ή όχι.
Η κατηγορηματική απάντηση είναι ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η απλή αναλογική και η ψήφος των δημοτών αυτό επιτάσσει:
Συνέργειες, συνεργασίες και συγκλίσεις.
Κατά συνέπεια είναι δουλειά κι ευθύνη όσων θα πρωταγωνιστήσουν σε αυτές τις διαδικασίες να συνεννοηθούν, ώστε να εξυπηρετήσουν στον ανώτερο δυνατό βαθμό τους δημότες που τους έδωσαν τέτοια εντολή και τους εξέλεξαν σε αυτές τις θέσεις.
Από εκεί και πέρα, η ποιότητα των διεργασιών αυτών θα εξαρτηθεί κατά περίπτωση κι ανά δήμο από το ύφος και το ήθος των νέων αιρετών, το κατά πόσο συνέλαβαν το μήνυμα των ψηφοφόρων και το αν έχουν κατά νου να λειτουργήσουν προσθετικά και προωθητικά για τα συμφέροντα των δημοτών ή αν θα αντιμετωπίσουν τις διεργασίες προς τη συνεργασία με αλλότριους σκοπούς, για απόσπαση οφελών δευτερευόντων προς το συμφέρον της γενικής βούλησης ή αν σκοπεύουν να καταστήσουν το νέο δήμαρχο “ομηρό” τους με στόχο την απόσπαση περισσότερων από όσα θα έχουν (προ)συμφωνηθεί.
Με άλλα λόγια, αν οι απαιτούμενες διεργασίες για το “σχηματισμό κυβέρνησης” θα λάβουν χώρα και σχήμα κάτω από το καθεστώς του προγραμματικού λόγου και της σύνθεσης προγραμματικών και προεκλογικών θέσεων των συνδυασμών που θα συνεργήσουν ή αν θα αποβούν αντιαισθητικό ανατολίτικο παζάρι προαγωγής συμφερόντων που δεν έχουν σχέση με τις προτεραιότητες των δημοτών του κάθε τόπου…