Μια ανθρώπινη ιστορία στο λιμάνι της Πύλου την 20η Οκτωβρίου 1827.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου που διεξήχθη στον κόλπο της Πύλου την 20η Οκτωβρίου 1827, υπήρξε από τις σημαντικότερες στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και η τελευταία μεγάλη με ιστιοφόρα πλοία.
Είναι αυτή που έκρινε αποφασιστικά την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης για αποτίναξη της δουλείας.
Για τους Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέυδεν και όλους τους άλλους συντελεστές της, εγράφησαν πολλά που τους παρέδωσαν στην ιστορία.
Υπάρχουν όμως και κάποιες μικρές, ανθρώπινες άγνωστες ιστορίες με επίκεντρο το λιμάνι της Πύλου που έφτασαν μέχρι σήμερα από στόμα σε στόμα, όπως η πιο κάτω που εκτυλίχθηκε κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Ακριβέστερα, την ώρα της ναυμαχίας ήλθε η λύση του δράματος για τους παθόντες, τρεις Έλληνες που βρέθηκαν σε τουρκικό πλοίο.
Ο ένας από τους τρεις λεγόταν Βασίλης Βασιλόπουλος από το χωριό Παπούλια Πυλίας και συνελήφθη από Τούρκους στην τοποθεσία Πηγάδια του χωριού Καραμανώλη (τώρα Γλυφάδα Πυλίας-Μεσσηνίας).
Μαζί με αυτόν οι Τούρκοι συνέλαβαν και άλλον ένα Έλληνα αρπάζοντάς τον από το σακάκι, αλλά αυτός έβγαλε τα χέρια του από τα μανίκια και κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ο Βασιλόπουλος οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία και πίσω άφησε απροστάτευτα γυναίκα και παιδί. Βρέθηκε μάγειρας σε τουρκικό πολεμικό πλοίο με το οποίο γύρισε την Μεσόγειο και έφτασε ως την Τουρκία.
Στο ίδιο πλοίο δούλευαν και άλλοι Έλληνες αιχμάλωτοι.
Τον Οκτώβριο του 1827 το πολεμικό αυτό έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και έτσι ο Βασιλόπουλος βρέθηκε στο λιμάνι της Πύλου.
Μέσα στο χαλασμό του πολέμου το πλοίο χτυπήθηκε και άρχισε να βυθίζεται.
Ο Βασιλόπουλος είδε στο νερό κάτι σαν κούτσουρο, που πρέπει να ήταν ξύλο από σπασμένο κατάρτι.
Έπεσε στη θάλασσα και αρπάχτηκε από αυτό.
Το ίδιο έκανε και άλλος ένας Έλληνας από το πλοίο.
Μια γυναίκα όμως που επίσης ήταν στο ίδιο και καταγόταν από τον Πλάτανο Μεσσηνίας, άρχισε να φωνάζει στον κοντοχωριανό της Βασιλόπουλο.
-Βασίλη που με αφήνεις εμένα; Που με αφήνεις;
Τότε της είπαν να πέσει και αυτή στη θάλασσα και ότι θα την βοηθήσουν ώστε να μην πνιγεί.
Μέσα στη φωτιά, τον καπνό και την καταστροφή, έχοντας όμως το πλεονέκτημα να γνωρίζουν την περιοχή, πιασμένοι και οι τρεις στο σπασμένο κατάρτι , κατόρθωσαν σιγά-σιγά να οδηγηθούν στη Γιάλοβα, εκεί που φυτρώνουν τα ψαθιά.
Από εκεί, από τα ψαθιά που βγήκαν, γύρισαν στα χωριά τους και ο Βασιλόπουλος έψαξε να βρει τη γυναίκα του και το παιδί του.
Όμως η γυναίκα του, λόγω της φτώχεις και μη γνωρίζοντας τι απέγινε ο άνδρας της, είχε παντρευτεί στο Σκάρμιγκα ( Μεταμόρφωση) και το παιδί τους, ο Γιαννάκης, είχε βρεθεί παραγιός στη Μάνη.
Εδώ να παραθέσουμε ένα επεισόδιο που δείχνει πόσο μεγάλη είναι η αξία ενός ζώου για την οικογένεια, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και σκληροί και ο κόσμος φτωχός.
Ο Γιαννάκης παρ΄ ολίγο να χάσει την ζωή του όταν το αφεντικό, στο σπίτι του οποίου εργαζόταν, τράβηξε όπλο εναντίον του που ευτυχώς δεν εκπυρσοκρότησε.
Ο λόγος ήταν ότι το παιδί πότισε με νερό δαμάλι του νοικοκύρη και έθεσε σε κίνδυνο την ζωή του ζώου αυτού, επειδή έκανε χωράφι (=όργωνε) και δεν είχε προλάβει να ξεκουραστεί και να ξεϊδρώσει.
Ο Βασιλόπουλος λοιπόν πρώτα πήγε στη Μάνη, πήρε το Γιαννάκη, τον έφερε στο χωριό και τον ρώτησε:
-Τι λες παιδί μου να πάμε να πάρουμε και τη μάνα σου ;
Το παιδί απάντησε θετικά λέγοντας ότι η φτώχεια την ανάγκασε να ξαναπαντρευτεί.
Μετά από αυτά, ο πατέρας πήγε στο Σκάρμιγκα (Μεταμόρφωση) και βρήκε τη μάνα του παιδιού του.
Αυτή τον ακολούθησε εγκαταλείποντας την οικογένεια που είχε εν τω μεταξύ δημιουργήσει εκεί και η οικογένεια του απαχθέντος από τους Τούρκους Βασιλόπουλου ενώθηκε πάλι και γεννήθηκαν και άλλα παιδιά.
Λεβέντη Παν. Κωνσταντίνα