Στην
έγκριτη τριμηνιαία έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
(τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος
2015), δημοσιεύεται μια πολύ
εμπεριστατωμένη και ιστορικά τεκμηριωμένη έρευνα του θεολόγου και ακούραστου
ερευνητή Παναγιώτη Γλιάτα για ένα
ιστορικό μνημείο των Δυτικών Κοντοβουνίων με τον τίτλο:
Η πάλαι ποτέ Ιερά Μονή της Αγιάς στη Μεσσηνία. (χωριό Μεταξάδα ή
Σαπρήκι).
Μέρος γενικότερης έρευνας της περιοχής που έλειπε από την ελληνική
Ιστοριογραφία και για την οποία πρέπει να κοπίασε πάρα πολύ ο συγγραφέας της.
Καθώς
παραθέτει άπειρα στοιχεία και από πολλές πηγές.
Γραμμένη σε άψογη και γλαφυρή
γλώσσα θα μπορούσε να τυπωθεί σε βιβλίο με τη χορηγία κάποιου φορέα για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό
της περιοχής.
Μήπως και περισωθεί κάτι
από ένα θέμα ιστορικής κληρονομιάς που κινδυνεύει να σκεπαστεί από τη σκόνη του
χρόνου.
Εγώ λόγω της πίεσης χώρου που έχουν τούτα δω τα διαδικτυακά, θα
περιοριστώ σε μια δειγματοληπτική ανθολόγηση της έρευνας για να πάρετε κάποια
ιδέα, παραβλέποντας τις συνοδευτικές παραπομπές και σημειώσεις.
Σημείωση:
Αγιά λέγεται η τελευταία κορυφή της οροσειράς Αιγαλέο ή Αιγάλεω που πιάνει από
την Κυπαρισσία μέχρι τη Χώρα και βρίσκεται πάνω από το χωριό Μουζάκι.
Ακριβώς
στους από πίσω πρόποδες στο χωριό Μεταξάδα ή Σαπρήκι βρίσκεται το εν λόγω
μοναστήρι.
«…..Την παλαιότερη γραπτή αναφορά για την μονή
τη συναντάμε στα αρχεία Grimani κατά την
περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1685- 1715). Για τους Ενετούς η Πελοπόννησος ήταν μία πλούσια επαρχία και
προσφιλής κτήση και έτσι οργάνωσαν μεθοδικά τα θεμέλια της κυριαρχίας τους. Μία
από τις πρώτες κινήσεις τους ήταν η απογραφή του πληθυσμού των κατακτημένων
περιοχών και κάθε άλλη που θα τους βοηθούσε στο έργο τους, μεταξύ αυτών και η καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σύμφωνα με τα όσα μας παρουσιάζουν τα αρχεία αυτά,
οι αρχιερείς, οι ιερείς και οι μοναχοί καλούντο συχνά να αναφέρουν την
ιδιοκτησία που κατείχαν όχι μόνο για τις μητροπόλεις, τις εκκλησίες ή τα μοναστήρια που προΐστανται αλλά και για τα φυσικά πρόσωπα που είχαν σχέση με αυτά.
Απογράφοντας συχνά και ενημερώνοντας τη διοίκηση για την εκκλησιαστική
περιουσία τους, ο Γενικός Προβλεπτής ήταν σίγουρος ότι θα λαμβάνει τους οριζομένους φόρους.
Εξ αιτίας αυτής
της πολιτικής συναντάμε και το μοναστήρι της Αγιάς στο οποίο αναφέρεται ο
επιχώριος επίσκοπος ο Ανδρούσης Παρθένιος καθώς υπάρχουν αναφορές του ιδίου για
την εκκλησιαστική κατάσταση της επαρχίας του. Να τονίσουμε εδώ πως σε σχέση με
τον όμορο του Μητροπολίτη Χριστιανουπόλεως Αθανάσιο
είναι εμφανώς περιεκτικότερος, μα παρ όλα αυτά οι πληροφορίες του μας είναι
πολύτιμες.
Διοικητικά η
μονή ανήκει στο τμήμα (canniere) της Μεθώνης που περιελάμβανε τέσσερις περιοχές του Φαναρίου (κοντά στην σημερινή Ανδρίτσαινα), της Αρκαδιάς
(Κυπαρισσίας), των Ναβαρίνων και της
Μεθώνης.
Εδώ ο
καταγραφέας δεν μας παρουσιάζει το
μοναστήρι ως παλιό όπως κάνει με το Αντρομονάστηρο για το οποίο λέει
χαρακτηριστικά:
«από την Ανδρούσα απάνω είναι το Ανδρών
μοναστήρι και είναι κοινόβιον, το οποίον μοναστήρι είναι χτισμένο από τον
καιρόν των χριστιανών βασιλέων των Ρωμεων».
Αναφέρει όμως ότι δεν είναι σταυροπηγιακό και αποκλείει εντελώς και η
περίπτωση να ανήκει ως μετόχι σε κάποια άλλη μονή.
Η δυσπιστία των
ενετών στα απογραφικά στοιχεία που απέστελλε ο Ανδρούσης είναι εμφανής. Έτσι
συναντάμε αρκετές φορές την επισκοπή Ανδρούσης στα αρχεία με μικρές
συμπληρώσεις κάθε φορά. Αντίθετα με τον Χριστιανουπόλεως που ως φαίνεται εκ του
χαρακτήρος του δεν είχε σκοπό να αποκρύψει στοιχεία και έτσι από την πρώτη
απογραφή του είναι αναλυτικός.
Η περιουσιακή
κατάσταση της μονής Αγίου Γεωργίου «εις
το Τερριτόριο
της Αρκαδίας.. στο σύνορο του χωριού
Σαπρήκι …» όπως μας την παραδίδουν τα αρχεία έχει ως εξής:
«Εις το σύνορο
του χωριού Σαπρήκι τιμώμενο εις το όνομα του Αγίου Γεωργίου και έχει εκει όπου
είναι το Μοναστήρι χωράφια ζευγαριού ενός.
Έχει και αμπέλια ξηναριών ήκοσιπεντε και άλλον αμπέλι ξηναριών ήκοσι και
είναι φυτία.
Έχει και εις το χωριόν Σαπρίκι χωράφια ζευγαριού ενός και εις την Βεριστηά
χωράφι ένα και εις το χωριόν Μανιάκι χωράφι ένα και εις του Πεδεμένου χωράφια
κομάτια δύο έχει και εις το ρέμα των Κοτρονέων ένα μύλο και μήα νεροτριβή.
Έχει εις το τερριτόριον του Νεοκάστρου είς το σύνορο της Λιγούδιστας
αμπέλια ξυναριών τριάντα και άλλον αμπέλι ξηναριών πενήντα.
Έχει και ελιαίς εις τον τόπον τους ρίζαις επτά.
Έχει και σπίτια δύο με την περιοχή τους
Έχει και εις την Καβελαρία
ελιαίς ευδομήντα με τον τόπον τους
Έχει και εις τον τόπον Ντρέστενα χωράφια ζευγαριών δυο και ελιαίς ρίζαις
έντεκα και αμπέλια ξηναριών τεσσάρων.
Έχει και άλλα χωράφια όπου έχει εις τον τόπον της Λιγούδιστας όπου
ονομάζεται Σπηλιά και είναι ήμερα και άγρια βατζελιών τα οποία έδωσε
ο αφέντης ο Μαρί Μικέλις».
Ο «Μαρί Μικέλις» (Marin Michiel) παραχώρησε τα κτήματα αυτά στη μονή προφανώς με σκοπό την είσπραξη του
έγγειου φόρου όπως έκαναν σε πολλές περιπτώσεις οι Ενετοί. Παραχωρούσαν τα
εγκαταλελειμμένα κτήματα, όχι μόνο σε μονές αλλά και σε εποίκους που έφερναν
από άλλα μέρη της Ελλάδας με σκοπό την είσπραξη του φόρου αυτού
και την ενδυνάμωση της αγροτικής παραγωγής.
«……….Η
πυρπόληση της μονής ¨παρά τῶν ἐχθρῶν¨ , που αναφέρει ο Ανδρούσης συνέβη κατά
την περίοδο της παρουσίας του Ιμπραήμ
στη Μεσσηνία και μάλλον αμέσως μετά την ιστορική
μάχη στο παρακείμενο Μανιάκι. Άμεση αναφορά ή περιγραφή για το χρόνο και το
γεγονός αυτής της καταστροφής δεν έχουμε όμως θα ήταν αδύνατο αν η μονή είχε
καταστραφεί πριν την έλευση του οι καπεταναίοι Π. Κεφαλάς, Αθ. Καπιτανάκης,
Πιέρος Βοϊδης (Μαυρομιχάλης) και Α.
Γυφτάκης που είχαν μεταβεί στο Μανιάκι να πολεμήσουν στο πλευρό του Παπαφλέσσα
να του πρότειναν να φύγει από την θέση Ταμπούρια και να προτημήσει αυτή στη
μονή της Αγιάς «…ὡς καταλληλωτέρα τῷ ὄντι και ὀχυρά», όπως αναφέρει ο Φραντζής. Κατά το
Φωτάκο οι καπεταναίοι πρότειναν «…ὅτι
καλά ἦτο νά φύγωμεν κατά τό μέρος τῆς Ἁγιάς ὅτι οἱ καβαλαραῖοι ὀλίγους θά
σκοτώσουν ἀπό ἡμᾶς, ἔχομεν τό βουνόν βοηθόν, στεκόμεθα εἰς τά ριζώματα καί
πολεμοῦμεν.» Οι Τριφύλιοι
καπεταναίοι πριν μεταβούν στο Μανιάκι,
είχαν στρατοπεδεύσει στο απέναντι χωριό Σαπρίκι και από εκεί εκλήθησαν
από τον Παπαφλέσσα να μεταβούν στα Ταμπούρια που ήταν και αυτός,
επομένως γνώριζαν καλά την θέση της μονής και τις ευκαιρίες που τους προσέφερε
το βουνό της Αγιάς.
Αν
η μονή ή το βουνό είχαν καεί πιο πριν, δεν θα γινόταν τέτοια πρόταση από τους
Καπετάνιους και ίσως να πρότειναν ένα καλύτερο μέρος στην περιοχή αυτή των
Κοντοβουνίων. Το δασώδες της Αγιάς, η φυσική και τεχνιτή οχύρωση της μονής
θεωρήθηκε ως η καλύτερη πρόταση από τους μετ’ ολίγον θυσιασθέντας αυτούς Έλληνες. Ο σύγχρονος των γεγονότων αυτών και
γνώστης της περιοχής Αμβρόσιος Φραντζής επίσης αναφέρει: «Ἐάν ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἤθελεν ἀποδεχθῆ τό νά μεταβῶσιν εἰς τήν Ἁγιά,
ὄχι μόνον δέν ἤθελον ἀφανισθεῖ οἱ Ἕλληνες καί αὐτός ὀ ἴδιος, ἀλλ’ ἤθελον
προξενήσει πολλήν θραῦσιν καί ἀφανισμόν εἰς τούς ἐχθρούς, ἦτον δέ ἡ ὀχύρωσις τῆς
Ἀγιᾶς καταλληλωτέρα ἀκόμη καί διά τῶν ἐχθρικῶν στρατευμάτων τοποθέτησιν, καί
τούτων ἐχόντων ἤθελε διαρκῆ ἡ μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν ἐχθρῶν μάχη, ὥστε ὄχι μόνον δὲν ἤθελον δραπετεύση οἱ
περισσότεροι Ἕλληνες (ὡς καί ἐδραπέτευσαν οἱ πλείονες ὑποπτεύοντες τόν ἀφανισμόν
τῶν διά τοῦ ἀκαταλλήλου τῆς θέσεως τοῦ Μανιακίου, καθώς ἔγινεν εἰς τούς
μείναντας), ἀλλ’ ἤθελον προφθάση ἐγκαίρως καί τά μετά ταῦτα πρός βοήθειαν ἐρχόμενα
στρατεύματα, ἀριθμούμενα ὑπέρ τούς 1800 Ἀρκαδίους (Τριφυλίους) Καρυτινούς, καί
Φαναριώτας, οἵτινες ἔφθασαν τρεῖς ὥρας ὕστερον μετά τήν μάχην εἰς τήν Μάλην
(κώμην τῆς ἐπαρχίας Τριφυλίας) χωρίς νά φανῶσιν ὠφέλιμοι εἰς τό μηδέν, καθότι εἶχον
καταθραυσθῆ τότε οί Ἕλληνες παρά τῶν ἐχθρῶν».
Αμέσως
μετά την ιστορική μάχη στο Μανιάκι ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε το στρατόπεδό
του στο πλησιόχωρο της μονής και των Ταμπουριών χωριό
Σκάρμηγκα
ακολούθησε διαφόρους δρόμους για να φτάσει στην Κυπαρισσία (Αρκαδιά). Ο
κυριότερος φυσικός δρόμος, Σκάρμηγκα – Αρκαδιά, την εποχή εκείνη, ήταν μέσα από
την κοιλάδα της Μεταξάδας ακολουθώντας τις ανατολικές υπώρειες της οροσειράς
του Αιγαλέο προς βορρά φτάνοντας στη Μάλη, όπου έγινε μία συμπλοκή μεταξύ των
προαναφερθέντων Ελλήνων και των Αιγυπτίων και από κει στην Κυπαρισσία. Ως εκ τούτου πέρασε και από το μοναστήρι.
Τις παραμονές της μάχης του Μανιακίου
ο Παπαφλέσσας είχε ορίσει ως παρατηρητήρια τις κορυφές της Αγιάς και του
Μαγκλαβά για την παρακολούθηση των κινήσεων των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Είχε
δε δώσει εντολή την νύχτα να ανάβουν φωτιές, στα δύο αυτά βουνά, ώστε ο Ιμπραήμ
να τις βλέπει και να θεωρεί ότι ο αριθμός των Ελλήνων είναι πολλαπλάσιος. Η
στρατηγική σημασία της μονής και της κορυφής της Αγιάς, δεν μας είναι γνωστή
μόνο από τα γεγονότα στο Μανιάκι αλλά και από το στρατόπεδο που έφτιαξαν εκεί
οι Έλληνες, λίγο καιρό μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στο Ναβαρίνο. Έτσι και κατά
το επόμενο διάστημα, η Αγιά χρησίμευε ως
παρατηρητήριο για την προστασία των χωριών των Κοντοβουνίων και των πεδινών
χωριών, καθώς επίσης, και για την ενημέρωση των καπεταναίων. Σε αναφορά των κατοίκων
της Λιγούδιστας προς τον «Έκτακτον Επίτροπον» Α. Τζούνη οπού είχε μεταβεί
εκείνες τις μέρες στην Ζούρτσα, αναφέρουν μεταξύ άλλων:
«…Ἡμεῖς ἐνταῦθα
ἀγρυπνοῦμεν ἐπάνω (ενν. το βουνό της Αγιάς) εἰς τάς βάρδιάς μας ἐπειδή εἶναι
πολλαί αἱ φαμίλιαι καί κατοικοῦν ἔσωθεν εἰς τάς χώρας(η Χώρα) καί τά λοιπά χωριά….»