Θυμάμαι ένα χωριό βγαλμένο απ’ των παραμυθιών τις αφηγήσεις… όμορφο πολύ… με σπίτια πετρόχτιστα, δίπατα και αρκετές θολωτές πόρτες…
Θυμάμαι ένα χωριό ν’ αχνίζει στο δυνατό ήλιο και να ξεκουράζεται στο βαθυπράσινο ίσκιο του κυπαρισσιού και του πουρναριού και κάτω απ’ την παχύφυλλη κληματαριά, που άνθιζε σαν λουλούδι στις αυλές την άνοιξη, για να δώσει απλόχερα τους καρπούς της στο τέλος του καλοκαιριού, ολόγλυκους και ζουμερούς, καμάρι του νοικοκύρη που την κανάκευε όλο το χρόνο, όπως κανάκευε τα παιδιά και τα εγγόνια του…
Θυμάμαι ένα χωριό ζωντανό, χειμώνα, καλοκαίρι.
Τα καφενεία του γεμάτα, οι συζητήσεις μεγαλόφωνες για να ακούνε όλοι, σ’ όλα τα τραπέζια… κεράσματα, χωρατά, τράπουλα και σχόλια για τον καιρό, για τη σοδειά, για τα πολιτικά.
Όλο το καφενείο μια παρέα.
Και σαν ήρθε η τηλεόραση οι πελάτες του πλήθυναν, να ακούσουν, να μάθουν, να δουν.
Το καφενείο συνάμα και παντοπωλείο για τα απαραίτητα…. λίγο απ’ όλα.
Το καλοκαίρι όμως, που το χωριό γέμιζε παιδικές φωνές, γέμιζε και αυτό σοκολάτες, καραμέλες και αναψυκτικά.
Θυμάμαι ένα χωριό που την άνοιξη οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες έστρωναν με χαλί απέραντο τα χωράφια γύρω του.
Πόσες φορές κυλιόμαστε μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο, προσπαθώντας να στραγγίξουμε με όλες μας τις αισθήσεις την απόλαυση που μας πρόσφερε η εικόνα τους και να μην μείνει αυτή μόνο στη ματιά μας.
Θυμάμαι ένα χωριό που τα απογεύματα του καλοκαιριού, οι γυναίκες της κάτω γειτονιάς μαζεύονταν στην παλιά Βρύση έως αργά το βράδυ
Συζητούσαν τα νέα της ημέρας, περιμένοντας τους άντρες τους να γυρίσουν από το καφενείο.
Άλλες μιλούσαν ασταμάτητα, άλλες άκουγαν, πλέκοντας το εργόχειρό τους.
Και εμείς παιδάκια κρυφογελούσαμε με τις συζητήσεις τους και ταυτόχρονα παίζαμε κρυφτό και μαζευόμαστε καμπουριαστά πίσω από τις πλάτες τους .
Και αυτές μας έκρυβαν πρόθυμα, αλλά κάποιες φορές έδιναν και σινιάλο με τα μάτια, συμμετέχοντας και οι ίδιες στο παιχνίδι μας.
Θυμάμαι ένα χωριό που το καλοκαίρι οι κάτοικοι θέριζαν τα χωράφια τους, περιμένοντας την αλωνιστική μηχανή να χωρίσει το στάρι από το άχυρο.
Η μυρωδιά του ξεραμένου χόρτου πλανιόταν στο καυτό μεσημέρι και με τη δροσιά του απογεύματος, έδεναν το άχυρο σε «μπάλες», για να ταΐζουν μ’ αυτό τα ζώα τους το χειμώνα.
Θυμάμαι ένα χωριό που τα μούρα , τα βύσσινα, τα μπουρνέλια ,τα αχλάδια, τα καρύδια,τα ααμύγδαλα κλπ, ωρίμαζαν στα δέντρα και μας έδιναν την γλύκα των καρπών τους απλόχερα.
Όλα τα δέντρα ήταν ολονών μας!
Τα σύκα έρχονταν απ’ τους πατεράδες μας και τους παππούδες σε μεγάλα καλάθια, μελωμένα και πασπαλισμένα με αγάπη πολύ και εμείς διώχναμε τις μέλισσες και τις χρυσόμυγες για να τα φάμε…
Θυμάμαι ένα χωριό γεμάτο παιδικές φωνές τα καλοκαίρια.
Παντού τρεχαλητά και γέλια… μπάλα , κρυφτό , κυνηγητό, μήλα…
Παιχνίδια που ξεκινούσαν νωρίς το απόγευμα και τέλειωναν αργά τη νύχτα, όταν επιτέλους κατάφερναν να μας χωρίσουν και να μας μαζέψουν πίσω στα σπίτια για το βραδινό.
Αυτά τα ατέλειωτα παιχνίδια δεν τα βαρέθηκα, δεν τα χόρτασα ποτέ…
Ίσως γι’ αυτό και εγώ, πολλά καλοκαίρια που ήμουν εκεί με τα δικά μου παιδιά, ποτέ δεν τα φώναξα για βράδυ.
Τα άφηνα να γυρίσουν όποτε εκείνα ήθελαν.
Αυτές τις καλοκαιρινές νύχτες, σε αυτό το χωριό, δεν μπορείς να τις χορτάσεις ποτέ!
Θυμάμαι ένα χωριό που οι πλαγιές και τα πλατώματα ήταν χωρισμένα σε πεζούλια
Και εκεί καλλιεργούσαν οι κάτοικοι τις σταφίδες τους, τ’ αμπέλια τους και τις λιπόσαρκες ελιές τους.
Αύγουστο με τις σταφίδες και Σεπτέμβρη με τα αμπέλια το χωριό άδειαζε… όλοι έλειπαν στον τρύγο.
Όταν επέστρεφαν αργά το απόγευμα τα άλογα και τα γαϊδουράκια τους ήταν φορτωμένα κοφίνια ξέχειλα απ’ τα σταφύλια.
Τα άδειαζαν σε πατητήρια, στερεωμένα πάνω σε κάδουςς και τα πατούσαν με πόδια γυμνά και ανασηκωμένα παντελόνια.
Έτσι έβγαζαν το κρασί τους, που φύλαγαν σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια στο κατώι του σπιτιού, και τους κρατούσε συντροφιά τους τον χειμώνα δίπλα στο τζάκι.
Και πιο μετά, που ξεκινούσε το δυνατό κρύο και οι βροχές, έπρεπε πάλι να συνεχίσουν τον καθημερινό αγώνα του αγρότη.
Να μαζέψουν τις ελιές τους, εργασία σκληρή και ολοήμερη.
Ο καρπός τους όμως πηγή ζωής, ανταμοιβή και καμάρι του νοικοκύρη, όταν άδειαζε το χρυσοπράσινο χυμό τους μέσα στις «τζάρες» του.
Ήταν οι σοδειά της χρονιάς, οι κόποι του…
Θυμάμαι… θυμάμαι… θυμάμαι… και αφήσαμε το χωριό μας νέοι… σχεδόν παιδιά….
Και τα καλοκαίρια επιστρέφαμε εκεί και βρίσκαμε όλες τις πόρτες ανοιχτές.
Παππούδες ,γιαγιάδες και γονείς περίμεναν στο δρόμο και γύρω μας φωνές γνωστές και αγαπημένες.. «έλα να σε δω…», « σε περιμένω κι απ’ το σπίτι…». Και πηγαίναμε…
Οι όμορφες λυγερόκορμες γυναίκες της παιδικής μας ηλικίας, γριές και κάποιες χήρες και μόνες…
Τα σπίτια τους όμως νοικοκυρεμένα, ασπρισμένα με τους βασιλικούς τους στα κατώφλια, όπως και τότε…
Και πάντα κάτι θα είχαν να σε φιλέψουν.
Τα λουκουμάκια, τα ζελεδάκια πάνω στο αρμάρι, σε κουτάκια ή τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτα.
Κάποιες φορές είχαν γίνει φωλιά των μυρμηγκιών, που τα θολά, γερασμένα μάτια τους δεν μπορούσαν να δουν και μας τα πρόσφεραν με αγάπη.
Κι εμείς τα παίρναμε και φιλούσαμε τα ρυτιδιασμένα μάγουλα, έχοντας στο μυαλό μας τις αγέρωχες καρυάτιδες τις παιδικής μας ηλικίας.
Και αυτές μας έλεγαν «θυμάσαι τότε που…» και « θυμάσαι όταν…»
Όλα τα θυμάμαι… όλα… και αυτά που μου έλεγαν… και αυτές τις ίδιες που δεν υπάρχουν πια…
Θυμάμαι ένα χωριό, που οι μαργαρίτες δεν φυτρώνουν πια στα γύρω χωράφια.
Θυμάμαι ένα χωριό που έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου και λυπάμαι βαθιά.
Όχι γιατί έφυγαν αυτοί που ήταν οι ρίζες μας, οι μορφές της παιδικής μας ηλικίας.
Λυπάμαι γιατί εμείς δεν σταθήκαμε άξιοι να τους διαδεχτούμε.
Απομακρυνθήκαμε, αποξενωθήκαμε, κλειστήκαμε στις αυλές και στα μπαλκόνια των ανακαινισμένων σπιτιών μας και δεν διαθέτουμε ζελεδάκια και βανίλιες να κεράσουμε τον επισκέπτη.
Αυτά είδαν οι μαργαρίτες και σταμάτησαν ν’ ανθίζουν την άνοιξη…
Θυμάμαι ένα χωριό και λυπάμαι βαθιά….
Β.Μ.
Θυμάμαι ένα χωριό ν’ αχνίζει στο δυνατό ήλιο και να ξεκουράζεται στο βαθυπράσινο ίσκιο του κυπαρισσιού και του πουρναριού και κάτω απ’ την παχύφυλλη κληματαριά, που άνθιζε σαν λουλούδι στις αυλές την άνοιξη, για να δώσει απλόχερα τους καρπούς της στο τέλος του καλοκαιριού, ολόγλυκους και ζουμερούς, καμάρι του νοικοκύρη που την κανάκευε όλο το χρόνο, όπως κανάκευε τα παιδιά και τα εγγόνια του…
Θυμάμαι ένα χωριό ζωντανό, χειμώνα, καλοκαίρι.
Τα καφενεία του γεμάτα, οι συζητήσεις μεγαλόφωνες για να ακούνε όλοι, σ’ όλα τα τραπέζια… κεράσματα, χωρατά, τράπουλα και σχόλια για τον καιρό, για τη σοδειά, για τα πολιτικά.
Όλο το καφενείο μια παρέα.
Και σαν ήρθε η τηλεόραση οι πελάτες του πλήθυναν, να ακούσουν, να μάθουν, να δουν.
Το καφενείο συνάμα και παντοπωλείο για τα απαραίτητα…. λίγο απ’ όλα.
Το καλοκαίρι όμως, που το χωριό γέμιζε παιδικές φωνές, γέμιζε και αυτό σοκολάτες, καραμέλες και αναψυκτικά.
Θυμάμαι ένα χωριό που την άνοιξη οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες έστρωναν με χαλί απέραντο τα χωράφια γύρω του.
Πόσες φορές κυλιόμαστε μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο, προσπαθώντας να στραγγίξουμε με όλες μας τις αισθήσεις την απόλαυση που μας πρόσφερε η εικόνα τους και να μην μείνει αυτή μόνο στη ματιά μας.
Θυμάμαι ένα χωριό που τα απογεύματα του καλοκαιριού, οι γυναίκες της κάτω γειτονιάς μαζεύονταν στην παλιά Βρύση έως αργά το βράδυ
Συζητούσαν τα νέα της ημέρας, περιμένοντας τους άντρες τους να γυρίσουν από το καφενείο.
Άλλες μιλούσαν ασταμάτητα, άλλες άκουγαν, πλέκοντας το εργόχειρό τους.
Και εμείς παιδάκια κρυφογελούσαμε με τις συζητήσεις τους και ταυτόχρονα παίζαμε κρυφτό και μαζευόμαστε καμπουριαστά πίσω από τις πλάτες τους .
Και αυτές μας έκρυβαν πρόθυμα, αλλά κάποιες φορές έδιναν και σινιάλο με τα μάτια, συμμετέχοντας και οι ίδιες στο παιχνίδι μας.
Θυμάμαι ένα χωριό που το καλοκαίρι οι κάτοικοι θέριζαν τα χωράφια τους, περιμένοντας την αλωνιστική μηχανή να χωρίσει το στάρι από το άχυρο.
Η μυρωδιά του ξεραμένου χόρτου πλανιόταν στο καυτό μεσημέρι και με τη δροσιά του απογεύματος, έδεναν το άχυρο σε «μπάλες», για να ταΐζουν μ’ αυτό τα ζώα τους το χειμώνα.
Θυμάμαι ένα χωριό που τα μούρα , τα βύσσινα, τα μπουρνέλια ,τα αχλάδια, τα καρύδια,τα ααμύγδαλα κλπ, ωρίμαζαν στα δέντρα και μας έδιναν την γλύκα των καρπών τους απλόχερα.
Όλα τα δέντρα ήταν ολονών μας!
Τα σύκα έρχονταν απ’ τους πατεράδες μας και τους παππούδες σε μεγάλα καλάθια, μελωμένα και πασπαλισμένα με αγάπη πολύ και εμείς διώχναμε τις μέλισσες και τις χρυσόμυγες για να τα φάμε…
Θυμάμαι ένα χωριό γεμάτο παιδικές φωνές τα καλοκαίρια.
Παντού τρεχαλητά και γέλια… μπάλα , κρυφτό , κυνηγητό, μήλα…
Παιχνίδια που ξεκινούσαν νωρίς το απόγευμα και τέλειωναν αργά τη νύχτα, όταν επιτέλους κατάφερναν να μας χωρίσουν και να μας μαζέψουν πίσω στα σπίτια για το βραδινό.
Αυτά τα ατέλειωτα παιχνίδια δεν τα βαρέθηκα, δεν τα χόρτασα ποτέ…
Ίσως γι’ αυτό και εγώ, πολλά καλοκαίρια που ήμουν εκεί με τα δικά μου παιδιά, ποτέ δεν τα φώναξα για βράδυ.
Τα άφηνα να γυρίσουν όποτε εκείνα ήθελαν.
Αυτές τις καλοκαιρινές νύχτες, σε αυτό το χωριό, δεν μπορείς να τις χορτάσεις ποτέ!
Θυμάμαι ένα χωριό που οι πλαγιές και τα πλατώματα ήταν χωρισμένα σε πεζούλια
Και εκεί καλλιεργούσαν οι κάτοικοι τις σταφίδες τους, τ’ αμπέλια τους και τις λιπόσαρκες ελιές τους.
Αύγουστο με τις σταφίδες και Σεπτέμβρη με τα αμπέλια το χωριό άδειαζε… όλοι έλειπαν στον τρύγο.
Όταν επέστρεφαν αργά το απόγευμα τα άλογα και τα γαϊδουράκια τους ήταν φορτωμένα κοφίνια ξέχειλα απ’ τα σταφύλια.
Τα άδειαζαν σε πατητήρια, στερεωμένα πάνω σε κάδουςς και τα πατούσαν με πόδια γυμνά και ανασηκωμένα παντελόνια.
Έτσι έβγαζαν το κρασί τους, που φύλαγαν σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια στο κατώι του σπιτιού, και τους κρατούσε συντροφιά τους τον χειμώνα δίπλα στο τζάκι.
Και πιο μετά, που ξεκινούσε το δυνατό κρύο και οι βροχές, έπρεπε πάλι να συνεχίσουν τον καθημερινό αγώνα του αγρότη.
Να μαζέψουν τις ελιές τους, εργασία σκληρή και ολοήμερη.
Ο καρπός τους όμως πηγή ζωής, ανταμοιβή και καμάρι του νοικοκύρη, όταν άδειαζε το χρυσοπράσινο χυμό τους μέσα στις «τζάρες» του.
Ήταν οι σοδειά της χρονιάς, οι κόποι του…
Θυμάμαι… θυμάμαι… θυμάμαι… και αφήσαμε το χωριό μας νέοι… σχεδόν παιδιά….
Και τα καλοκαίρια επιστρέφαμε εκεί και βρίσκαμε όλες τις πόρτες ανοιχτές.
Παππούδες ,γιαγιάδες και γονείς περίμεναν στο δρόμο και γύρω μας φωνές γνωστές και αγαπημένες.. «έλα να σε δω…», « σε περιμένω κι απ’ το σπίτι…». Και πηγαίναμε…
Οι όμορφες λυγερόκορμες γυναίκες της παιδικής μας ηλικίας, γριές και κάποιες χήρες και μόνες…
Τα σπίτια τους όμως νοικοκυρεμένα, ασπρισμένα με τους βασιλικούς τους στα κατώφλια, όπως και τότε…
Και πάντα κάτι θα είχαν να σε φιλέψουν.
Τα λουκουμάκια, τα ζελεδάκια πάνω στο αρμάρι, σε κουτάκια ή τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτα.
Κάποιες φορές είχαν γίνει φωλιά των μυρμηγκιών, που τα θολά, γερασμένα μάτια τους δεν μπορούσαν να δουν και μας τα πρόσφεραν με αγάπη.
Κι εμείς τα παίρναμε και φιλούσαμε τα ρυτιδιασμένα μάγουλα, έχοντας στο μυαλό μας τις αγέρωχες καρυάτιδες τις παιδικής μας ηλικίας.
Και αυτές μας έλεγαν «θυμάσαι τότε που…» και « θυμάσαι όταν…»
Όλα τα θυμάμαι… όλα… και αυτά που μου έλεγαν… και αυτές τις ίδιες που δεν υπάρχουν πια…
Θυμάμαι ένα χωριό, που οι μαργαρίτες δεν φυτρώνουν πια στα γύρω χωράφια.
Θυμάμαι ένα χωριό που έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου και λυπάμαι βαθιά.
Όχι γιατί έφυγαν αυτοί που ήταν οι ρίζες μας, οι μορφές της παιδικής μας ηλικίας.
Λυπάμαι γιατί εμείς δεν σταθήκαμε άξιοι να τους διαδεχτούμε.
Απομακρυνθήκαμε, αποξενωθήκαμε, κλειστήκαμε στις αυλές και στα μπαλκόνια των ανακαινισμένων σπιτιών μας και δεν διαθέτουμε ζελεδάκια και βανίλιες να κεράσουμε τον επισκέπτη.
Αυτά είδαν οι μαργαρίτες και σταμάτησαν ν’ ανθίζουν την άνοιξη…
Θυμάμαι ένα χωριό και λυπάμαι βαθιά….
Β.Μ.